-
1 ξενητε(υ)μός
ο см. ξενιτε(υ)μός -
2 ξενητε(υ)μός
ο см. ξενιτε(υ)μός -
3 σταλα(γ)μός
ο1) капанье; 2) перен. капля, капелька, чуточка;σταλα(γ)μός ειρήνης — ничтожная надежда на мир;
τύχης σταλα(γ)μ — немножко удачи
-
4 σταλα(γ)μός
ο1) капанье; 2) перен. капля, капелька, чуточка;σταλα(γ)μός ειρήνης — ничтожная надежда на мир;
τύχης σταλα(γ)μ — немножко удачи
-
5 βροντη(γ)μός
ο см. βρόντηγμα -
6 βροντη(γ)μός
ο см. βρόντηγμα -
7 ξενιτε(υ)μός
ο эмиграция -
8 ξενιτε(υ)μός
ο эмиграция -
9 παντέρ(η)μος
η, ο совершенно одинокий, всеми покинутый -
10 παντέρ(η)μος
η, ο совершенно одинокий, всеми покинутый -
11 σω(σ)μός
ο см. σώσιμο 1 -
12 σω(σ)μός
ο см. σώσιμο 1 -
13 αναστένα(γ)μα
το, αναστένα(γ)μός ο1) вздох; 2) стон -
14 αναστένα(γ)μα
το, αναστένα(γ)μός ο1) вздох; 2) стон -
15 προσηλύτιση
[-ις (-εως)] η, -μός ο1) обращение в свою веру; 2) склонение на свою сторону; вербовка (в организацию) -
16 υπερκόρεση
[-ις (-εως)] η, υπερκόρεση μός. ο1) чрезмерная сытость; пресыщение (тж. перен.); 2) избыточная конденсация (раствора, пара и т. п.) -
17 κόσμος
κόσμος ο1) космос, вселенная;2) мир, общество, народ, люди: «εν τω κόσμο ην, και ο κόσμος δι’αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (Ιωάν. 1;10) «в мире был, и мир чрез Него начал быть, и мир Его не познал» (Ин. 1; 10);3) мир, сфера;ΦΡ.μετέστη εις τόν άλλον κόσμο — он переселился в иной мир, умерЭтим.дргр., первоначальное значение «мировой порядок, мироздание», этимология слова неизвестна, однако существует несколько версий происхождения термина: κόσμος < κόδ-σμος < κεδνός «серьезный, исключительный». κόσμος < κόν-σμος < kon < инд. ken «располагать гармонично». κόσμος < χόθ-μος < инд. ghodh «связывать, сочетать». Слово получило значение «совокупности всех объектов во вселенной» по причине гармоничности мироздания, см. примечание 4
См. также в других словарях:
'μός — ἀ̱μός , ἁμός 1 masc nom sg ἐμός , ἐμός mine masc nom sg ἀμός , ἡμός masc nom sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μος, Μαρσέλ — (Marcel Mauss, Επινάλ 1872 – Παρίσι 1950). Γάλλος ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και στην Ανώτατη Σχολή Θετικών Επιστημών, στο Παρίσι. Ο Μ. υπήρξε ο ιδρυτής του Ινστιτούτου Εθνολογίας (1925), ενώ το 1931… … Dictionary of Greek
Πέρσελ, Έντουαρντ Μος — (Purcell, Τέιλορβιλ, Ιλινόις 1912). Αμερικανός φυσικός. Υπήρξε ο πρώτος φυσικός ο οποίος, μαζί με τον Τέρεϊ και τον Πάουντ, ανακάλυψε (1946) το φαινόμενο του μαγνητικού συντονισμού στον ατομικό πυρήνα, με κυκλώματα υψηλής συχνότητας. Κατόπιν… … Dictionary of Greek
πανέρ(η)μος — η, ο 1. (για πρόσωπα), ο ολότελα μοναχός: Παιδιά δεν είχε, πέθανε και η γυναίκα του, έμεινε πανέρημος. 2. (για τόπους), ο χωρίς ανθρώπους, ζωή, κίνηση, ο ολότελα ρημαγμένος τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σω(σ)μός — ο σώσιμο, διάσωση, γλιτωμός: Ήταν θαύμα ο σωσμός του από το βομβαρδισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
МИМ — • Mimus, μι̃μος, собственно подражатель, в особенности же мимический актер, который, подражая смешным образом известным личностям или голосам животных (Phaedr. 5, 5. Auson. epigr. 76), потешал публику на улицах и площадях или забавлял … Реальный словарь классических древностей
ζημιωμός — ζημιωμός, ὁ (Μ) χρηματική ποινή, πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημιώνω + κατάλ. μός (πρβλ. ξεσηκω μός, τελειω μός)] … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… … Dictionary of Greek