-
1 πεντά-γωνος
πεντά-γωνος, fünfeckig; Ath. VII, 294 d; Plut. u. Mathem.
-
2 πολύ-γωνος
πολύ-γωνος, vielwinkelig; Arist. de sens. 4, 23; Plut.; f. L. bei Nic. Ther. 872.
-
3 τρί-γωνος
-
4 τετρά-γωνος
τετρά-γωνος, 1) viereckig, mit vier Ecken od. Winkeln; πυραμίς, Her. 2, 124; τάξις, Thuc. 4, 125; τὸ τετράγωνον, das Viereck, Plat. Theaet. 147 e und öfter; Sp., bes. Mathem. – Auch die Quadratzahl, Plut. Thes. 35. – Ἱμάτιον u. σχῆμα τετράγωνον, die griechische Manteltracht, im Ggstz der röm. toga, die ein ἡμικύκλιον bildete, vgl. Appian. Civ. 5, 11; Ath. V, 213 b. – 2) vierschrötig; zunächst von dickem, gedrungenem Wuchse, so breit wie lang, homo quadratus; auch übertr., von fester, kräftiger, unerschütterlicher Gemüthsart, Simonds. bei Plat. Prot. 344 a; ἄνευ ψόγου, Arist. eth. Nicom. 1, 10, 11, vgl. rhet. 3, 11.
-
5 χῑλιά-γωνος
χῑλιά-γωνος, tausendwinklig, Sp.
-
6 εἰκοστά-γωνος
εἰκοστά-γωνος, s. εἰκοσάγωνος.
-
7 εἰκοσά-γωνος
εἰκοσά-γωνος, zwanzigeckig, Iambl. v. Pyth. 34, εἰκοστάγωνος f. l.
-
8 ἀ-πειρό-γωνος
ἀ-πειρό-γωνος, von unendlich vielen Winkeln, Mathem., z. B. Theolog. ar. 1.
-
9 ὀρθό-γωνος
ὀρθό-γωνος, dasselbe (?).
-
10 ὀρθά-γωνος
ὀρθά-γωνος, = ὀρϑόγωνος, zw.
-
11 ὀξύ-γωνος
-
12 ἄ-γωνος
-
13 ἑπτά-γωνος
ἑπτά-γωνος, siebeneckig; τὰ ἑπτάγωνα, eine Art musikalischer Instrumente, Arist. Polit. 8, 6.
-
14 ὑπο-τετρά-γωνος
ὑπο-τετρά-γωνος, etwas od. fast viereckig, Sp.
-
15 ἑξά-γωνος
-
16 ἡμι-τρί-γωνος
ἡμι-τρί-γωνος, dor. ἁμιτ., halb dreieckig, Tim. Locr. 98 b; Theolog. arith. p. 63.
-
17 ἡμι-τετρά-γωνος
ἡμι-τετρά-γωνος, dor. ἁμιτ., halbviereckig, Tim. Locr. 98 a.
-
18 γωνία
Grammatical information: f.Meaning: `corner' (Hdt.), also `leader'(LXX). In geometry Mugler, Terminologie géométr.Compounds: Sec. member - γωνος in τρί-γωνος etc. (as - βιβλος to βιβλίον etc.) s. Debrunner IF 60, 40ff. συγγωνίος (RPh 73 (1999) 84).Derivatives: γωνίδιον (Luk.). γωνιαῖος (Pl. Kom.), γωνιήϊος (Delphi), γωνιώδης (Hp.), γωνιακός (Procl.); γώνιος (pap. VIp); - γωνιάζω (Porph.) with γωνιασμός (Ar.); γωνιόομαι (Dsc.) with γωνίωμα (Eust.) and γωνίωσις (Archig. Med.). παραγωνίζω RPh. 71 (1997) 155f.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Generally connected with γόνυ (s. v.). The long vowel is problematic. Perhaps from *γονϜ-ία with Doric development (geometricians were Pythagoreans). Skt. jā́nu arose from *ǵonu (Brugmanns law) and is irrelevent.Page in Frisk: 1,336-337Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γωνία
-
19 rectagonum
rēctagōnum, ī, n. (rectus u. γῶνος), das rechtwinkelige Viereck, das Rechteck, Gromat. vet. 338, 24.
-
20 γουνός
γουνός, ὁ, Hom. sechsmal, γουνῷ ἀλωῆς Versende Iliad. 9, 534. 18, 57. 438, ἀνὰ γουνον ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Odyss. 1, 193, κατὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Odyss. 11, 193, ἥν ποτε Θησεὺς ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀϑηνάων ἱεράων ἦγε Odyss. 11, 323. Es giebt zwei Erklärungen: Nach der einen ist γουνός Nebenform von γόνος, γονή, und bedeutet das fruchtbare Ackerland, also γουνὸς ἀλωῆς genitiv. definitivus, die ἀλωή ist der γουνός; diese Erklärung scheint Vielen nicht recht auf γουνὸν Ἀϑηνάων zu passen, weil Attika mehr schlechten Boden als fruchtbare Striche enthalte. Nach der anderen Erklärung ist γουνός verwandt mit γόνυ, γῶνος, und bedeutet die Anhöhe, die Ecke, den Vorsprung; diese Erklärung paßt wohl besser auf γουνὸν Ἀϑηνάων, aber schlechter auf γουνὸς ἀλωῆς. Die Stelle, wo γουνὸν Ἀϑηνάων steht, scheint späteres Ursprungs zu sein; sie enthält noch mehreres andere sehr Auffällige. An sie schließen sich γουνοῖς Ἀϑανᾶν Pind. I. 4, 25, Hesiod. Th. 54 γουνοῖσιν Ἐλευϑῆρος, 329 γουνοῖσιν Νεμείης, Herodot. 4, 99 τον γουνὸν τὸν Σουνιακόν. Allein auf diese Stellen kommt bei der Untersuchung über die ursprüngliche Bedeutung des Wortes Nichts an, weil die Autoren eben von Homer abhangen und dessen γουνὸν Ἀϑηνάων vor Augen haben. Vgl. noch Scholl. Iliad. 18, 57 Apollon. Lex. Homer. p. 55, 20.
См. также в других словарях:
οσάγωνος — ὁσάγωνος, ον (Α) αυτός που έχει οσονδήποτε αριθμό εδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος. Το α τού τ., κατά τα τετρά γωνος, επτά γωνος] … Dictionary of Greek
οκτάγωνος — και οχτάγωνος, η, ο (ΑΜ ὀκτάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει οκτώ γωνίες («οκτάγωνο κτίσμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάγωνο μαθ. το σχήμα που έχει οκτώ γωνίες και οκτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο μσν. 1. (το ουδ. αλλά και το αρσ. ως ουσ.) οικοδόμημα… … Dictionary of Greek
ορθόγωνος — ὀρθόγωνος, ον (Α) ορθογώνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος] … Dictionary of Greek
πεντάγωνος — η, ο / πεντάγωνος, ον, ΝΑ 1. (για σχήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε γωνίες και από πέντε πλευρές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγωνο μαθημ. επίπεδο πολύγωνο που έχει πέντε γωνίες και επομένως πέντε πλευρές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. α) άνθος με… … Dictionary of Greek
πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… … Dictionary of Greek
τεσσαράγωνος — ον, Μ ο τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, α + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκάγωνος — ον, Α αυτός που έχει δεκατέσσερεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] … Dictionary of Greek
τετράγωνος — η, ο / τετράγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.) 2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός,… … Dictionary of Greek
τρίγωνος — η, ο / τρίγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνο νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω τού σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» μικρός δερματικός μυς τού προσώπου β.… … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκάγωνος — και τρισκαιδεκάγωνος, ον, Α (για πολύγωνο) αυτό που έχει δεκατρείς γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος] … Dictionary of Greek
χιλιάγωνος — ον, Α αυτός που έχει χίλιες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλι(ο) * + γωνος (< γωνία), πρβλ. ἑξά γωνος. Η μορφή χιλια τού α συνθετικού κατ αναλογίαν προς τα ἑπτα , δέκα κ.λπ.] … Dictionary of Greek