1
γῶνοπ
A = γωνία ([dialect] Lacon.), Hsch. [full] γωνορίσματα· γνωρίσματα, τοποθεσίαι, Id. [full] γῶνος· γουνός, ἕδος, καὶ παιδιά τις παλαιστρική, οἱ δὲ κώπη, Id. [full] γώνυμος· φερώνυμος, Id. [full] γῶος· μνημεῖον, Id. [full] γωροῦται· σαρκοῖ ([dialect] Lacon.), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γῶνοπ