-
1 γύπας
-
2 γῦπας
-
3 γύπας
ο сип белоголовый (птица) -
4 γύπας
γύπᾱς, γύπηvulture's nest: fem acc plγύπᾱς, γύπηvulture's nest: fem gen sg (doric aeolic) -
5 γύπας
el voltor -
6 γύπας
vultureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γύπας
-
7 akbaba
γύπας -
8 vulture
γύπας -
9 γύψ
γύψ, γῡπός, ὁ, Geier, entstanden aus γύοψ, eigentlich = mit gebogenem Antlitz, krummschnabelig, verwandt γύης, γύαλον, γυῖον, vgl. γυρός; Hom. γῦπες Iliad. 4, 237. 16, 836. 18, 271. 22, 42 Odyss. 22, 30; γὐπεσσιν Iliad. 11, 162; γῦπε Odyss. 11, 578; – γύψ Aristoph. Av. 1181, γῦπας 891; – Aristot. Aelian. Plutarch. u. a.
-
10 гриф
Ι1. (печать, штемпель) το μονόγραμμα, η σφραγίδα, η μονογραφή 2. (на документе) о βαθμός, η διαβάθμιση (του εγγράφου). II.муз. η λαβή (μουσικού οργάνου).III.зоол. ο γύψ, разг. о γύπας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гриф
-
11 стервятник
зоол. το όρνιο, ο γυψ, ο γύπαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стервятник
-
12 γύψ
(γεν. γυπός) ο см. γύπας -
13 γῡπη
γῡ́πηGrammatical information: f.Other forms: γύπας καλύβας, καὶ θαλάμας. οἱ δε γυπῶν νεοσσιάς (referring through folk etymology to γύψ, s. v.). οἱ δε τὰς κατὰ γῆς οἰκήσεις, οἱ δε σπήλαια... H.;Origin: SU Eur.Etymology: Connected with Germanic word for `room, cave etc.', ONo kofi, OE cofa, NHG Koben etc. These words may be Eur. substratum words, Beekes KZ 109 (1996)223-227. Aw. gufra- `deep' is prob. unrelated, s. Mayrhofer EWAia s. gabhīráḥ. - On γυπάριον s. γύψ.Page in Frisk: 1,335Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γῡπη
-
14 γῶπας
Grammatical information: (acc. pl.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Acc. to Lesny KZ 42, 297f. = γῦπας; acc. Hoffmann Maked. 47 = σκῶπας; doubts in Kretschmer Glotta 3, 307.Page in Frisk: 1,337Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γῶπας
См. также в других словарях:
γύπας — ο (AM γύψ, Μ και γύπας) αρπακτικό πουλί που μοιάζει με αετό, όρνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία πουλιού (πρβλ. γλαυξ, γρυψ, σκωψ). Στον τ. γυψ απαντά το θ. γυ «οτιδήποτε κυρτωμένο, σπηλιά» (πρβλ. γύαλον) με παρέκταση σε π , πιθ. εξαιτίας τού κυρτού ράμφους … Dictionary of Greek
γύπας — ο είδος αρπακτικού πουλιού, το όρνεο: Οι γύπες πετούσαν πάνω από τα νεκρά ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γῦπας — γύψ vulture masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύπας — γύπᾱς , γύπη vulture s nest fem acc pl γύπᾱς , γύπη vulture s nest fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… … Dictionary of Greek
RACHAM — Hebr. Gap desc: Hebrew seu Rachama, Gap desc: Hebrew, cuius mentio Deutereon. c. 14. v. 17. Vultur, est, apuilae similis, seu Γυπαίετος, vulturinâ specie aquila; cuiusmodi avem sic describit Phile, Οὗ τὴν τε κεφαλήν γε, βαςιλεῦ, καὶ τὸ ςτόμα,… … Hofmann J. Lexicon universale
περκνόπτερος — (percnopterus). Είδος μικρού γύπα, της οικογένειας των Γυπιδών, που έχει λευκό πτέρωμα, με μελανά μερικά φτερά του. Το κεφάλι του είναι γυμνό και κίτρινο. Ο π. ζει στη Μεσόγειο, την Αφρική και σε τμήμα της Ασίας. Τρέφεται με πτώματα και… … Dictionary of Greek
γύπες — (gups).Κοινή ονομασία για διάφορα αρπακτικά ημερόβια πτηνά μεγάλων διαστάσεων. Οι γ. είναι αργοκίνητα και αδηφάγα πουλιά με μικρό κεφάλι, γυμνό γενικά λαιμό, ράμφος μακρύ και γυρισμένο στην άκρη σαν άγκιστρο και με λίγο κυρτά νύχια. Ο γ. ο τεφρός … Dictionary of Greek
VULTUR — a volatu Latinis, uti vult Becmannus in Origg. L. L. qui qualis sit, vide supra ubi de avium Volatu: an a vultu, quod perspicacissimus? Graecis γὺψ, item αἰγυπιὸς, quô nomine tamen proprie vultur niger venit, quem Hebr. daja appellant, ut videre… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… … Dictionary of Greek