Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γῠναικό-τροφος

См. также в других словарях:

  • σκυθότροφος — ον, Α αυτός που τρέφεται ή τράφηκε από Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + τροφος (< τρέφω), πρβλ. γυναικό τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • χειρότροφος — ον, Μ (για ζώο) αυτός που παίρνει την τροφή από το χέρι κάποιου, εξημερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. γυναικό τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»