-
1 γυναικότροφος
γῠναικό-τροφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικότροφος
См. также в других словарях:
σκυθότροφος — ον, Α αυτός που τρέφεται ή τράφηκε από Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + τροφος (< τρέφω), πρβλ. γυναικό τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
χειρότροφος — ον, Μ (για ζώο) αυτός που παίρνει την τροφή από το χέρι κάποιου, εξημερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. γυναικό τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek