-
1 γίννος
Grammatical information: m.Meaning: `offspring of a mare by a mule (Arist.)Other forms: also γινος (Ialysos). The accent. γίννος, γιννός and γῖνος is given: LSJ + Supp. Also ἰννός H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. See DELG. The forms without γ- or with υ may well be late. But hardly from γίγνομαι. Prob. a Pre-Greek word. Cf. ὄνιννος.Page in Frisk: 1,309Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γίννος
-
2 γῖννος
-
3 γιννος
ὅ, v. l. γῖννος, γιννός, γῖνος, ἵννος, ἴννος и др. увечный или больной мул(γ. ἐστὴ ἡμίονος ἀνάπηρος Arst.)
-
4 γίννος
-
5 γῖννος
См. также в других словарях:
γίννος — και γιννός, ο (Α γίννος και γῑνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου αρχ. 1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου 2. μικρόσωμος ημίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο… … Dictionary of Greek