Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γῆς+ὅρους

  • 1 отработочный

    επ. παλ. της μίσθωση γης•

    -ая рента νοίκιασμα γης με καταθλιπτικούς όρους.

    Большой русско-греческий словарь > отработочный

  • 2 Part

    subs.
    Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λχος, τό.
    Division: P. and V. μερς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.
    Direction: see Direction.
    Part in a play: P. σχῆμα, τό.
    I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).
    It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.
    The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).
    In part: P. μέρος τι; see Partly.
    For my part: V. τοὐμὸν μέρος.
    I for my part: P. and V. ἔγωγε.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.
    You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).
    Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.
    Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τ (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.
    Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).
    Parts, natural capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.
    Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.
    Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.
    Be in foreign parts, v.: Ar. and P. ποδημεῖν.
    From all parts: see from every direction, under Direction.
    ——————
    v. trans.
    Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβνειν, διαιρεῖν, διιστναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.
    Cut off: P. ἀπολαμβνειν, διαλαμβνειν.
    Separate locally ( as a dividing line): P. and V. σχίζειν.
    About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).
    V. intrans. Fork ( of a road): P. and V. σχίζεσθαι.
    Break: P. and V. ῥήγνυσθαι; see Break.
    Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).
    Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, φίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρνεσθαι.
    When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).
    Part from: P. and V. φίστασθαι (gen.), V. ποζεύγνυσθαι (gen.) (Eur., H.F. 1375).
    Part with: P. and V. παλλάσσεσθαι (gen.), φίστασθαι (gen.), πολείπεσθαι (gen.).
    Be deprived of: see under Deprive.
    Give: see Give.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part

См. также в других словарях:

  • ONERIS Excussio — Graece Σεισάχθεια, blande dicta est lex Solonis, quâ, plebi Atticae aere alienô a divitibus oppressae consulturus, iussit τὰ ὑπάρχοντα τῶ χρεῶν ἀνεῖςθαι, aes alienum quod erat remitti, et novas tabulas fieri. Quod vero factum οὐκ ἀποκοπῇ χρεῶν,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»