-
1 ἐργάτης
ἐργάτης, ου, ὁ (s. prec. three entries; Trag., Hdt.+; loanw. in rabb.).① one who is engaged in work, worker, laborerⓐ of pers. engaged in physical labor Mt 10:10; Lk 10:7; 1 Ti 5:18; D 13:2; ὁ ἀγαθὸς ἐ. 1 Cl 34:1. Esp. of agricultural laborers (Soph., Oed. R. 859 al.; Wsd 17:16; Philo, Agr. 5 al. γῆς ἐ.) Mt 9:37f; Lk 10:2; Js 5:4; GJs 18:2 (not pap). Of workers in a vineyard Mt 20:1f, 8; ὁ περί τι ἐ. (Ps.-Demosth. 35, 32 οἱ περὶ τὴν γεωργίαν ἐργάται) workers engaged in someth. Ac 19:25.ⓑ in transf. sense, of apostles and teachers: ἐργάται δόλιοι deceitful workers 2 Cor 11:13; κακοὶ ἐ. Phil 3:2; ἐ. ἀνεπαίσχυντος 2 Ti 2:15.—THaraguchi, ZNW 84, ’93, 178--95.② one who effects someth. through work, a doer w. gen. (X., Mem. 2, 1, 27 τ. καλῶν κ. σεμνῶν; Aristoxenus, Fgm. 43 ἐ. φιλίας; Dio Chrys. 53 [70], 1 τ. ἀργῶν; Sextus 384 ἀληθείας; GrBar 13:4 τῶν τοιούτων; EpArist 231 ἀγαθῶν; Philo, Leg. All. 1, 54 τ. ἀρετῶν) ἐ. ἀδικίας one who does what is wrong, an evildoer Lk 13:27 (PHoffmann, ZNW 58, ’67, 188–214). ἐ. ἀνομίας (1 Macc 3:6; ἐ. τῆς ἀ. Just., A I, 16, 11) 13:27 v.l.; 2 Cl 4:5.—DELG s.v. ἔργον. M-M. EDNT. TW. -
2 ἐργάτης
A workman, Hermes 17.5 ([place name] Delos), Ev.Matt.10.10, etc. ; esp. one who works the soil, husbandman,γῆς ἐ. Hdt.4.109
,5.6 ;οἱ ἐ. οἱ περὶ γεωργίαν D.35.32
: abs., S.OT 859, E.El.75, etc.: also with Subst.,ἐ. ἀνήρ Theoc.10.9
, D. 59.50 ; οὑργάτης λεώς the country-folk, Ar. Pax 632 ; of animals, βοῦς ἐ. a working ox, Archil.39, S.Fr. 563 ;ἐ. σφῆκες Arist.HA 627b32
; also ἐ. θαλάττης, of a fisher, Alciphr.1.11 ; ἐ. λίθων a stone-mason, Luc.Somn.2.b in the religious sense, 2 Ep.Ti.2.15, 2 Ep.Cor.11.13 (pl.).2 Adj.hard-working, strenuous,ἐ. στρατηγός X.Cyr.1.6.18
;σώφρων κἀ. Ar.Ach. 611
; opp.ἀργός, Pl.Euthd. 281c ;φειδωλὸς καὶ ἐ. Id.R. 554a
.II one who practises an art,τῶν ἐν πολέμῳ X.Cyr.4.1.4
; ἐ. δίκης, of a judge, Lyc.128: abs., practitioner in some special branch of surgery, e.g. lithotomy,ἐ. ἄνδρες Hp.Jusj.
IV producer,τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75
;[Αἰὼν] θείας φύσεως ἐ. SIG1125.12
([place name] Eleusis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάτης
-
3 ἐργασία
A work, business,ἐργασίην φεύγουσα h.Merc. 486
, etc.; opp. ἀργία, X.Mem.2.7.7; ἐ. ἀγαθή productive labour, Id.Vect.4.29 ; ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, of bees, Arist. HA 625b24 ; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐ., of seamen, Pl.R. 371b ; μὴ γενομένης ἐργασίας if no work was done, D.27.20 ; δὸς ἐργασίαν, c. inf., Lat. da operam ut.., Ev.Luc.12.58, cf. OGI441.109 (SC. de Stratonicensibus, i B. C.): pl.,τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐ. ἐργάζεσθαι X.Oec.7.20
;ἐ. ἀνελεύθεροι Arist.EN 1121b33
, cf. Epicur.Fr. 196 (dub.).II working at, making, manufacture, ἱματίων, ὑποδημάτων, etc., Pl.Grg. 449d, Tht. 146d, etc. ;ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐ. X.Oec.7.21
; making up of a prescription, Hp.Ulc.14 : metaph., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται Troy is (i.e. is doomed to be) taken in the part wrought by thy hands, Pi.O.8.42 ; ἐ. ἡδονῆς production of pleasure, Pl.Prt. 353d ; ἐ. χρημάτων money-making, Arist.EN 1160a16 (but administration of property, Leg.Gort. l.c.).2 working of a material,ἡ ἐ. τοῦ σιδήρου Hdt.1.68
; χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων, Pl.Chrm. 173e ;τῶν χρυσείων μετάλλων Th.4.105
, cf. Hyp.Eux.36 ;πίττης Thphr.HP9.2.6
: most commonly, tillage of the ground, ἐ. γῆς, χώρας, Ar.Ra. 1034(pl.), Isoc.7.30, etc.;ἐ. κήπων Pl. Min. 316b
; ἐ. περὶ τὴν τροφήν preparation (i.e. mastication and digestion) of food, Arist.Juv. 469a3 ; treatment of silphium, Thphr.HP6.3.23 generally, trade, business, X.Mem.3.10.1 ; ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν engaged in trade by sea, D.33.4 ; ἡ ἐ. τῆς τραπέζης the banking business, Id.36.6 ; ἐ. χρυσοχοϊκή, ἀρωματική, PLond.3.906.6 (ii A.D.), PFay.93.7 (ii A.D.) ; βαφεῖς τὴν ἐ. dyers by trade, PTeb.287.3(ii A.D.); esp. of a courtesan's trade, Hdt.2.135, D.18.129 ; of sexual intercourse, Arist.Pr. 876a39.b ἐὰν ἐργασίαν εὕρῃ ὁ οἰκέτης if a slave brings in earnings, Hyp.Ath.22.4 practising, exercising,τῶν τεχνῶν Pl.Grg. 450c
;Κύπριδος AP5.218
(Paul. Sil.);ἀκαθαρσίας Ep.Eph.4.19
.5 work of art, production, τετράγωνος ἐ., of the Hermae, Th.6.27 (non legit Sch.); τῶν τειχῶν αἱ ἐργασίαι the fortification works, Id.7.6.6 literary execution,ἐ. ποιητική Phld. Po.5.11
; elaboration of a topic, Sch.Pi.P.2.24.III guild or company of workmen, ἡ ἐ. τῶν βαφέων Judeich Altertümer von Hierapolis50 ; ἐριοπλυτῶν ib. 40 ; ἐ. θρεμματική dub. sens., ib.227.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργασία
См. также в других словарях:
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek