Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γᾱθ-

См. также в других словарях:

  • 'γάθ' — ἀγατά , ἀγαστός admirable neut nom/voc/acc pl ἀγατά̱ , ἀγαστός admirable fem nom/voc/acc dual ἀγατά̱ , ἀγαστός admirable fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγατέ , ἀγαστός admirable masc voc sg ἀγαταί , ἀγαστός admirable fem nom/voc pl ἀγατά , ἀγατός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

  • γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… …   Dictionary of Greek

  • Φιλισταίοι — Αρχαίος λαός, γνωστός στους Έλληνες με το όνομα Παλαιστίνιοι, από τους οποίους πήρε το όνομά της η Παλαιστίνη. Οι Φ. προέρχονταν από την Κρήτη και μεταξύ 13ου και 12ου αι. π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην παράκτια λωρίδα μεταξύ Συρίας και χερσονήσου του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»