-
1 'γάθ'
ἀγατά, ἀγαστόςadmirable: neut nom /voc /acc plἀγατά̱, ἀγαστόςadmirable: fem nom /voc /acc dualἀγατά̱, ἀγαστόςadmirable: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀγατέ, ἀγαστόςadmirable: masc voc sgἀγαταί, ἀγαστόςadmirable: fem nom /voc plἀγατά, ἀγατόςneut nom /voc /acc plἀγατά̱, ἀγατόςfem nom /voc /acc dualἀγατά̱, ἀγατόςfem nom /voc sg (doric aeolic)ἀγατέ, ἀγατόςmasc voc sgἀγαταί, ἀγατόςfem nom /voc pl -
2 γηθυλλίς
A spring onion (acc. to Moer.115, the [dialect] Att. equivalent for ἀμπελόπρασον), Epich. l. c., Eub.89.3, Nic.Al. 431, Epaenet. ap. Ath.9.371e, IG5(1).1511 (Sparta, prob.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηθυλλίς
См. также в других словарях:
'γάθ' — ἀγατά , ἀγαστός admirable neut nom/voc/acc pl ἀγατά̱ , ἀγαστός admirable fem nom/voc/acc dual ἀγατά̱ , ἀγαστός admirable fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγατέ , ἀγαστός admirable masc voc sg ἀγαταί , ἀγαστός admirable fem nom/voc pl ἀγατά , ἀγατός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… … Dictionary of Greek
γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… … Dictionary of Greek
Φιλισταίοι — Αρχαίος λαός, γνωστός στους Έλληνες με το όνομα Παλαιστίνιοι, από τους οποίους πήρε το όνομά της η Παλαιστίνη. Οι Φ. προέρχονταν από την Κρήτη και μεταξύ 13ου και 12ου αι. π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην παράκτια λωρίδα μεταξύ Συρίας και χερσονήσου του… … Dictionary of Greek