-
1 γαληνισμος
См. также в других словарях:
γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση … Dictionary of Greek
γαληνισμόν — γαληνισμός calming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)