-
1 γιγγλυμος
γίγγλυμος, γιγγλυμόςὅ1) паз, стык2) анат. сочленение Arst. -
2 γιγγλυμος...
γιγγλυμός...γίγγλυμος, γιγγλυμόςὅ1) паз, стык2) анат. сочленение Arst. -
3 γίγγλυμος
A hinge,οἷον εἰ γ. Hp.Loc.Hom.6
, cf. Apollod.Poliorc.190.1: hence a species of joint, Arist.de An. 433b22, Gal.2.735.2 metal pivot or gudgeon on which a door turns, = στρόφιγξ, IG4.1484.74 (Epid.), 11(2).165.15 (Delos, iii B. C.):— written [full] γλυμός, ib.142.49 (an engraver's error).4 clasp, buckle, J.AJ3.6.3,4.5 mode of kissing, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γίγγλυμος
-
4 γίγγλυμος
Grammatical information: m.Meaning: `hinge, joint, pivot, gudgeon' (X., Epid.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical termin of unknown origin (cf. Schwyzer 423). Not with H. Petersson Griech. und lat. Wortstud. 8f. to OIr. glūn `knee' etc.). Prob. Pre-Greek (note the prenasal., ι\/υ).Page in Frisk: 1,306Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γίγγλυμος
-
5 γίγγλυμος
-
6 γιγγλυμός
γίγγλυμοςhinge: masc nom sg -
7 γίγγλυμος
γίγγλυμοςhinge: masc nom sg -
8 γίγγλυμος
γίγγλυμος, Vergliederung, wo etwas Hervorstehendes in eine Vertiefung eingreift; Knochengelenk; die Gelenke des Panzers; die Türangeln -
9 γιγγλυμοί
γίγγλυμοςhinge: masc nom /voc plγιγγλυμόομαιto be hinge-jointed: pres subj mp 2nd sgγιγγλυμόομαιto be hinge-jointed: pres ind mp 2nd sg -
10 γιγγλύμοις
γίγγλυμοςhinge: masc dat pl -
11 γιγγλύμου
γίγγλυμοςhinge: masc gen sg -
12 γιγγλύμους
γίγγλυμοςhinge: masc acc pl -
13 γίγγλυμοι
γίγγλυμοςhinge: masc nom /voc pl -
14 γίγγλυμον
γίγγλυμοςhinge: masc acc sg -
15 γίγλυμος
γίγλυμος u. γιγλυμώδης, v. l. von γίγγλυμος u. γιγγλυμοειδής.
-
16 γιγγλυμών
-
17 γιγγλυμῶν
-
18 γιγγλύμω
-
19 γιγγλύμῳ
-
20 γιγγλισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγλισμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γιγγλυμός — γίγγλυμος hinge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγγλυμος — hinge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγγλυμος — ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός) γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα) αρχ. 1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου 2. πόρπη 3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας… … Dictionary of Greek
γιγγλυμοί — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres subj mp 2nd sg γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλυμῶν — γίγγλυμος hinge masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλύμοις — γίγγλυμος hinge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλύμου — γίγγλυμος hinge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλύμους — γίγγλυμος hinge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλύμῳ — γίγγλυμος hinge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγγλυμοι — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγγλυμον — γίγγλυμος hinge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)