Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γήρειον

См. также в других словарях:

  • γήρειον — thistledown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηρείῳ — γήρειον thistledown neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήρεια — γήρειον thistledown neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»