-
1 γάστρη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γάστρη
-
2 γάστρη
γάστραthe lower partfem nom /voc sg (epic ionic)——————γάστραthe lower partfem dat sg (epic ionic) -
3 γάστρῃ
Βλ. λ. γάστρη
См. также в других словарях:
γάστρη — γάστρα the lower part fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρῃ — γάστρα the lower part fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρα — η (AM γάστρα, Α και γάστρη, η) 1. η γλάστρα 2. τα μέρη τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή, η πλεούσα* νεοελλ. πήλινο ή σιδερένιο ημισφαιρικό σκεύος με το οποίο σκεπάζουν φαγητό για να ψηθεί πάνω στη θράκα αρχ. το εξογκωμένο… … Dictionary of Greek