-
1 γάλλια
γάλλια· ἔντερα, Hsch. -
2 γάλλια
Grammatical information: n. pl.Meaning: ἔντερα H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Perhaps with Lidén KZ 61, 22f. as *Ϝάλλια from *Ϝάλνια to εἰλύω `wind, turn etc.'; cf. ONo. vil n., dat. pl. - jum `viscera', IE *u̯el-i̯o-. On the development cf. Lesb. Thess. στάλλα from *στάλνᾱ.Page in Frisk: 1,286Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάλλια
-
3 Γαλλία
Γαλλία 2 Ti 4:10 v.l., s. Γαλατία. -
4 αγαλλία
ἀ̱γαλλίᾱ, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀγαλλίᾱ, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: pres imperat act 2nd sgἀγαλλίᾱ, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
5 ἀγαλλία
ἀ̱γαλλίᾱ, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀγαλλίᾱ, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: pres imperat act 2nd sgἀγαλλίᾱ, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 αγαλλίας
ἀ̱γαλλίᾱς, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀγαλλίᾱς, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
7 ἀγαλλίας
ἀ̱γαλλίᾱς, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀγαλλίᾱς, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
8 αγαλλίασεν
ἀ̱γαλλίασεν, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀ̱γαλλίᾱσεν, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
9 ἀγαλλίασεν
ἀ̱γαλλίασεν, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀ̱γαλλίᾱσεν, ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic)ἀγαλλιάωrejoice exceedingly: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
10 καλίδια
Grammatical information: n. pl.?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: By Lidén KZ 61, 23ff. connected with Arm. k` aɫird `intestines (of animals)' (with -rd after leard `liver') and Lit. skil̃vis ` stomach'. Fur.116 compares γάλλια ἔντερα H. and considers the word as Pre-Greek.Page in Frisk: 1,764Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλίδια
-
11 κόλον
Grammatical information: n.Meaning: `large intestine, ileum' (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot ( PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to κυλλός `curbed', κελλόν στρεβλόν H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect καλίδια ἔντερα. Κύπριοι H. (s. v.). Late Greek had the form κῶλον, through influence of κῶλον `member'. Fur. 131 connects χοάς `intestines', further χόλικες, γόλα ἔντερα. Μακεδόνες ( γόδα codd.), γάλλια ἔντερα, γάλλος = χόλιξ; none really convincing.Page in Frisk: 1,902Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλον
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek