Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γύπας

См. также в других словарях:

  • γύπας — ο (AM γύψ, Μ και γύπας) αρπακτικό πουλί που μοιάζει με αετό, όρνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία πουλιού (πρβλ. γλαυξ, γρυψ, σκωψ). Στον τ. γυψ απαντά το θ. γυ «οτιδήποτε κυρτωμένο, σπηλιά» (πρβλ. γύαλον) με παρέκταση σε π , πιθ. εξαιτίας τού κυρτού ράμφους …   Dictionary of Greek

  • γύπας — ο είδος αρπακτικού πουλιού, το όρνεο: Οι γύπες πετούσαν πάνω από τα νεκρά ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γῦπας — γύψ vulture masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύπας — γύπᾱς , γύπη vulture s nest fem acc pl γύπᾱς , γύπη vulture s nest fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… …   Dictionary of Greek

  • RACHAM — Hebr. Gap desc: Hebrew seu Rachama, Gap desc: Hebrew, cuius mentio Deutereon. c. 14. v. 17. Vultur, est, apuilae similis, seu Γυπαίετος, vulturinâ specie aquila; cuiusmodi avem sic describit Phile, Οὗ τὴν τε κεφαλήν γε, βαςιλεῦ, καὶ τὸ ςτόμα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περκνόπτερος — (percnopterus). Είδος μικρού γύπα, της οικογένειας των Γυπιδών, που έχει λευκό πτέρωμα, με μελανά μερικά φτερά του. Το κεφάλι του είναι γυμνό και κίτρινο. Ο π. ζει στη Μεσόγειο, την Αφρική και σε τμήμα της Ασίας. Τρέφεται με πτώματα και… …   Dictionary of Greek

  • γύπες — (gups).Κοινή ονομασία για διάφορα αρπακτικά ημερόβια πτηνά μεγάλων διαστάσεων. Οι γ. είναι αργοκίνητα και αδηφάγα πουλιά με μικρό κεφάλι, γυμνό γενικά λαιμό, ράμφος μακρύ και γυρισμένο στην άκρη σαν άγκιστρο και με λίγο κυρτά νύχια. Ο γ. ο τεφρός …   Dictionary of Greek

  • VULTUR — a volatu Latinis, uti vult Becmannus in Origg. L. L. qui qualis sit, vide supra ubi de avium Volatu: an a vultu, quod perspicacissimus? Graecis γὺψ, item αἰγυπιὸς, quô nomine tamen proprie vultur niger venit, quem Hebr. daja appellant, ut videre… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»