-
1 γωνιαῖος
II angular, γ. ῥῆμα, i. e. hard to pronounce, Pl.Com.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γωνιαῖος
См. также в других словарях:
ουγκιαίος — οὐγκιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει βάρος μιας ουγγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐγκία + κατάλ. αῖος (πρβλ. γωνι αίος)] … Dictionary of Greek