-
1 γωνιασμος
ὅ досл. измерение посредством угольника, перен. ирон. сверхтщательная отделка(ἐπῶν γωνιασμοί Arph.)
См. также в других словарях:
γωνιασμός — squaring off corners masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιασμός — ο (AM γωνιασμός) [γωνιάζω] το γωνίασμα αρχ. φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι … Dictionary of Greek
γωνιασμός — ο βλ. γωνίασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γωνιασμούς — γωνιασμός squaring off corners masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)