-
1 πανηγυρικός
A of or for a public festival or assembly,οἱ ὄχλοι οἱ π. Isoc.12.263
; πολυτέλεια, κόσμος, Plu. 2.608f.II generally, solemn, festive, λόγος festival oration, such as those pronounced at the Olympic games, panegyric, Isoc.5.9,84, al.; Ἰσοκράτης ἐν τῷ π. in his Panegyric, Arist.Rh. 1408b15; π. εἶδος [τῆς ῥητορικῆς] Phld.Rh.2.251 S.;τὰ π. Plu.2.79b
: [comp] Comp. - ώτερος, of Isocrates himself, D.H.Vett.Cens.5.2; - ώτεραι διηγήσεις Aps.p.257 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανηγυρικός
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek