Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γυναικό-μαστος

См. также в других словарях:

  • φιλόμαστος — ον, Α (για τα νεογνά ζώων) αυτός που αγαπά τους μαστούς, που τού αρέσει ο θηλασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μαστός (πρβλ. γυναικό μαστος)] …   Dictionary of Greek

  • κατάμασθος — κατάμασθος, ον (Α) το θηλ. ἡ κατάμασθος αυτή που έχει μεγάλους, εξογκωμένους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασθος (< μασθός «μαστός»), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»