Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γυναικάριον

См. также в других словарях:

  • γυναικάριον — γυναικάριον, το (AM) γυναικούλα, γυναίκα κακής διαγωγής …   Dictionary of Greek

  • γυναικάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικαρίοις — γυναικάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικαρίου — γυναικάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικαρίων — γυναικάριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικάρια — γυναικάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • женице — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (γυναικάριον) с оттенком презрения: женка, бабенка …   Словарь церковнославянского языка

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»