Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γυναικό-μασθος

См. также в других словарях:

  • καλλίμασθος — και καλλίμαστος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει ωραίους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μασθος (< μασθός), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

  • κατάμασθος — κατάμασθος, ον (Α) το θηλ. ἡ κατάμασθος αυτή που έχει μεγάλους, εξογκωμένους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασθος (< μασθός «μαστός»), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

  • μηλόμασθος — μηλόμασθος, ἡ (Μ) αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως προς το μέγεθος ή το σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μασθός (< μασθός «στήθος»), πρβλ. βού μασθος, γυναικό μασθος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»