-
1 γυναικονομος
ὅ гинеконом (должностное лицо, осуществлявшее надзор за женщинами и общественными нравами) Arst., Men. -
2 γυναικονόμος
γυναικονόμοςsupervisor of women: masc nom sg -
3 γυναικονόμος
γῠναικο-νόμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικονόμος
-
4 γυναικονόμοι
γυναικονόμοςsupervisor of women: masc nom /voc pl -
5 γυναικονόμοις
γυναικονόμοςsupervisor of women: masc dat pl -
6 γυναικονόμον
γυναικονόμοςsupervisor of women: masc acc sg -
7 γυναικονόμους
γυναικονόμοςsupervisor of women: masc acc pl -
8 γυναικονόμων
γυναικονόμοςsupervisor of women: masc gen pl -
9 γυναικο-νομέω
γυναικο-νομέω, ein γυναικονόμος sein, Artemidor. 2, 30.
-
10 γυναικονομέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικονομέω
-
11 γυναικονομία
γῠναικο-νομία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικονομία
-
12 συγγυναικονόμος
συγγῠναικονόμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγυναικονόμος
-
13 ἐφοδεύω
A go the rounds, X.HG2.4.24, 5.3.22, Ph. Bel.80.38;κώδωνι Plu.Arat.7
: c. acc., visit, inspect,ἔ. φυλακάς Plb.
6.35.11;τὰ ἔργα PTeb.13.3
(ii B. C.); (Tomi, i B. C.);τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη Plu.2.781d
; make a tour of,τὰ μαγειρεῖα Thphr.Char.6.9
: generally, make a tour of inspection, X.Cyr.8.6.16; of the γυναικονόμος, Timocl.32.2:—[voice] Pass., ἐφοδεύεται the rounds are made, Ar.Av. 1160.3 visit as a spy, spy out, LXX De.1.22, al.: metaph., of a geographer, explore, Str.8.6.4, 17.1.1:—[voice] Pass.,περιγεγραμμένων τῶν μεταρσίων ἐφοδευθήσεται καὶ τὰ πρόσγεια Placit. 3.8.2
.4 metaph., of reasoning, carry on methodically,λόγον Sor. 2.25
, cf. S.E.M.8.222, Ptol. Tetr. 103, Max. Tyr.16.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφοδεύω
См. также в других словарях:
γυναικονόμος — γυναικονόμος, ο (Α) άρχοντας στην Αθήνα και άλλες πόλεις τής αρχαίας Ελλάδας ο οποίος επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + νομός < νέμω (πρβλ. αγορανόμος, αστυνόμος)] … Dictionary of Greek
γυναικονόμος — supervisor of women masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικονόμοι — γυναικονόμος supervisor of women masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικονόμοις — γυναικονόμος supervisor of women masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικονόμον — γυναικονόμος supervisor of women masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικονόμους — γυναικονόμος supervisor of women masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικονόμων — γυναικονόμος supervisor of women masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικονομώ — γυναικονομῶ ( έω) (Α) [γυναικονόμος] είμαι γυναικονόμος … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
γυναικονομία — γυναικονομία, η (Α) [γυναικονόμος] 1. αξίωμα τού γυναικονόμου 2. πρόνοια για τα ήθη και την ευκοσμία τών γυναικών … Dictionary of Greek
συγγυναικονόμος — ὁ, Α αυτός που έχει το αξίωμα τού γυναικονόμου μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γυναικονόμος «άρχοντας που επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών»] … Dictionary of Greek