Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γυναικονόμος

См. также в других словарях:

  • γυναικονόμος — γυναικονόμος, ο (Α) άρχοντας στην Αθήνα και άλλες πόλεις τής αρχαίας Ελλάδας ο οποίος επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + νομός < νέμω (πρβλ. αγορανόμος, αστυνόμος)] …   Dictionary of Greek

  • γυναικονόμος — supervisor of women masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμοι — γυναικονόμος supervisor of women masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμοις — γυναικονόμος supervisor of women masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμον — γυναικονόμος supervisor of women masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμους — γυναικονόμος supervisor of women masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονόμων — γυναικονόμος supervisor of women masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικονομώ — γυναικονομῶ ( έω) (Α) [γυναικονόμος] είμαι γυναικονόμος …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • γυναικονομία — γυναικονομία, η (Α) [γυναικονόμος] 1. αξίωμα τού γυναικονόμου 2. πρόνοια για τα ήθη και την ευκοσμία τών γυναικών …   Dictionary of Greek

  • συγγυναικονόμος — ὁ, Α αυτός που έχει το αξίωμα τού γυναικονόμου μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γυναικονόμος «άρχοντας που επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»