-
1 γυναικομανής
γυναικο-μανής, weibertoll, in Weiber verliebt -
2 γυναι-μανής
γυναι-μανής, = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.
-
3 γυναιμανής
γυναι-μανής, = γυναικομανής, weibertoll
См. также в других словарях:
γυναικομανής — mad for women masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικομανής — ές (AM γυναικομανής, ές) τρελός για γυναίκες, με ασυγκράτητη επιθυμία για ερωτικές περιπέτειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μανής < μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, γυναιμανής)) … Dictionary of Greek
γυναικομανής — ο γεν. ούς, πληθ. είς, ο γυναικάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναικομανῆ — γυναικομανής mad for women neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γυναικομανής mad for women masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γυναικομανής mad for women masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικομανές — γυναικομανής mad for women masc/fem voc sg γυναικομανής mad for women neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικομανοῦς — γυναικομανής mad for women masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικομανέστατος — γυναικομανής mad for women masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικομανεῖς — γυναικομανέω to be mad for women pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) γυναικομανής mad for women masc/fem acc pl γυναικομανής mad for women masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
γυναικομανώ — γυναικομανῶ ( έω) (Α) είμαι γυναικομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μανώ < μανής < μαίνομαι] … Dictionary of Greek