-
1 γυναικεια
-
2 γυναικειος
ион. γῠναικήϊος 2 и 3женский(βουλαί Hom.; στρατός Pind.; χείρ Arph.; ἐσθής Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и ἔργον Plut.)
θεὰ γυναικεία Plut. (лат. bona dea) — благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами) -
3 κοινωνεω
(дор. 3 л. pl. imper. praes. κοινανεόντων)1) принимать участие, быть или становиться участником, участвовать, разделять(κακῶν, sc. τινος Aesch.)
πόνων καὴ κινδύνων ἀλλήλοις κ. Plat. — делить друг с другом труды и опасности;κ. τῆς χθονός Aesch. — быть уроженцем данной страны;μηδενὸς κ. τινι Dem. — ни к чему не допускать кого-л.;κ. τινι τῆς πολιτείας Plat. — принимать вместе с кем-л. участие в государственных делах;οἱ κοινὰ κεκτημένοι καὴ κοινωνοῦντες Arst. — сообща владеющие;κ. φόνον τινί Eur. — вместе с кем-л. быть участником убийства;κ. ἴσα πάντα τοῖς ἀνδράσι Plat. — во всем иметь равные права с мужчинами2) принимать участие, помогать(τινι и ταῖς χρείαις τινός NT.)
3) разделять (чьё-л.) мнение, соглашатьсяσκόπει, πότερον κοιωνεῖς Plat. — рассуди, соглашаешься ли ты
4) вступать в общение, иметь связь(γυναικί Luc.)
κ. κοινωνίαν τινί Plat. — вступать в общение с кем-л.5) сочетаться, связываться6) находиться в связи, совпадатьστολέ ἥκιστα γυναικείᾳ κοινωνοῦσα Xen. — одежда, менее всего похожая на женскую -
4 κτιζω
(aor. ἔκτῐσα - эп. κτίσσα, дор. ἔκτισσα, эп. part. pf. κτίμενος с ῐ)1) заселять, колонизовать(Δαρδανίην Hom.; χώρην, νῆσον Her.)
2) закладывать, основывать, строить(βωμόν Pind.; ἀποικίαν Aesch.; ἄστεα καὴ τείχεα ἐκτισμένα Her.)
3) насаждать(ἄλσος Pind.)
4) устраивать, учреждать(ἑορτήν, ἀγῶνα Pind.)
κ. δαῖτάς τινι Aesch. — задавать пиры в честь кого-л.;κ. τάφον τινί Soph. — предавать погребению кого-л.;Κύρνον κτίσαι ἥρων ἐόντα Her. — установить почитание Кирна как героя5) изобретать, вводить(τὸν χαλινὸν ἵπποισι Soph.)
6) производить на свет, порождать(παῖδα γόνῳ Aesch.)
ὅ κτίσας NT. — создатель, творец7) делать(ἐλεύθερον κ. τινά τινος Aesch.)
8) совершать, исполнятьκαὴ ταῦτ΄ ἔτλη τις χεὴρ γυναικεία κτίσαι ; Soph. — и это дерзнула совершить чья-то женская рука?
-
5 παραπομπη
ἥ1) перевозка, доставка(αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.)
2) продовольствие, снабжение3) сопровождение, эскорт(τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.)
-
6 πάθος
τό1) страсть; страстность; пафос;με πάθος — страстно; — со страстью;
τραγουδάει με πάθος — он поёт с большим чувством;
2) страсть, пристрастие, влечение;έχει πάθος με την μουσική — у него влечение к музыке;
3) ненависть; вражда; гнев;έχω πάθος εναντίον κάποιου — ненавидеть кого-л.;
4) болезнь, недуг;τα (γυναικεία) πάθη венерические болезни; 5) страдания; беды, горести; 6) πλ. страсти, волнения;πολιτικά πάθη — политические страсти;
ανάβω τα πάθη — разжигать страсти;
§ χωρίς φόβο και πάθος — или ||νευ φόβου και πάθους — беспристрастно, объективно;
πέρασα τα πάθη τού Χρίστου — я замучился ужасно, я испытал невыносимые мучения
-
7 υπόδημα
το (чаще πλ.)1) обувь;ανδρικά (γυναικεία, παιδικά) υπόδήματα — мужская (женская, детская) обувь;
λαστιχένια υπόδήματα — резиновая обувь;
2) сапоги
См. также в других словарях:
γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικεία — γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc/acc dual γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείᾳ — γυναικεί̱ᾱͅ , γυναικεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… … Dictionary of Greek
Καστρίτσας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Ιωαννίνων αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, η οποία εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Βρίσκεται απέναντι από τον Δρίσκο. Η ανέγερσή της τοποθετείται στον 11ο αι. Το καθολικό του μοναστηριού είναι βυζαντινού ρυθμού… … Dictionary of Greek
Πελαγίας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Βοιωτίας, κοντά στα χωριά Καρδίτσα και Κόκκινο, η οποία εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του μοναστηριού (από την ομώνυμη εικόνα ή για να τονιστεί το πέλαγος της… … Dictionary of Greek
γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek