-
1 στολή
στολή, ἡ, Rüstung, Kleidung; Aesch. Pers. 977; οὔτοι ταχεῖα ναυτικοῠ στρατοῠ στολή, Suppl. 745; κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ, Soph. Tr. 761; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, El. 184; O. C. 1359 u. oft; μελαμπέπλῳ στολῇ, Eur. Alc. 429, u. öfter; γυναικεία, ἱππική, Ar. Th. 851 Eccl. 846; πᾶσαν τοξικὲν ἔχοντα στολήν, Plat. Legg. VIII, 833 b; πρεπούσῃ στολῇ ἐσταλμέναι, VII, 800 e; Περσική, Xen. An. 1, 2, 27; βαρβαρική, 4, 5, 33; der Soldaten, Cyr. 3, 3, 42; Folgde.
-
2 κτίζω
κτίζω, perf. κεκτικέναι D. Sic. fr. 19, aber ἔκτισμαι Eur. fr. Erechth. 17, 9; ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit Ansiedlern bevölkern; κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il. 20, 216; χώρην, νῆσον, Her. 1, 149. 4, 178; – bes. eine Stadt gründen; οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od. 11, 262; πόλιν ἔκτισσεν Pind. P. 1, 62; ἀποικίαν Aesch. Prom. 817; πόλιν Her. 1, 168; Thuc. 1, 7; Plat. Prot. 322 b; Isocr. 4, 35; Folgde; – auch βωμὸν ϑεᾷ, Pind. Ol. 7, 42; – übh. gründen, einrichten, ἄλσεα P. 5, 89, ἑορτὰν καὶ τεϑμὸν ἀέϑλων Ol. 6, 69; τάφον τινί Soph. Ant. 1088, ἵπποισι τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖςδε κτίσας ἀγυιαῖς, d. i. er erfand ihn, O. C. 719; – bei den Tragg., bes. Aesch. auch = hervorbringen, machen; παῖδα, τὸν αὐτός ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt, Aesch. Suppl. 163, vgl. 1053; οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο Ch. 477; ἐλεύϑερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει 1056, wird dich von diesem Leide befreien, u. öfter; καὶ ταῠτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu thun, Soph. Tr. 894; ποτανὰν εἴ σέ τις ϑεῶν κτίσαι Eur. Suppl. 620. – S. κτίλος u. κτίμενος.
-
3 γυναικεῖος
γυναικεῖος, auch 2 End., Aesch. Ch. 878; Eur. Andr. 956 I. A. 233, den Frauen eigen, ihnen zukommend, sie betreffend; βουλαί, Weiberanschläge, Od. 11, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; στρατός Pind. Ol. 13, 86; ἐκ γυναικείας χερὸς ἀπώλετο Ar. Ran. 1143; δόλος, ἐσϑής, ἔργα, Her. 1, 91. 4, 146. 114; πένϑος Archil. 48; γένος Plat. Rep. X, 620 a; κόσμος II, 373 c; ἱμάτια Xen. Mem. 2, 7, 5; oft verächtlich, γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Plat. Rep. V, 469 d; μάϑημα Alc. I, 126 e; δρᾶμα Ar. Th. 151; vgl. Pol. 2, 4, 8. 10, 4, 7; ἐπὶ φαύλῳ καὶ γυναικείῳ πράγματι Luc. sa lt. 1; – ϑεὰ γυναικεία, bona dea der Römer, Plut. Cic. 19 Caes. 9; – τὸ γυναικεῖον, sc. οἴκημα, die Frauenwohnung, -stube, Sp.; ἡ γυναικηΐη Her. 5, 20; τὰ γυν., die monatliche Reinigung, Hippocr. Arist. – Adv. γυναικείως, z. B. πικραίνομαι Plat. Legg. V, 731 d.
-
4 λῡσι-ῳδός
λῡσι-ῳδός, ὁ, u. ἡ, eine Art Pantomimen, welche von ihrem Erfinder Lysis ihren Namen haben sollen, vgl. Ath. XIV, 620 e, wo Aristocles sie = μαγῳδοί erkl., Aristoxenus aber sagt τὸν γυναικεῖα πρόςωπα ἀνδρείοις ὑποκρινόμενον καλεῖσϑαι λυσ.; – λυσιῳδοῖς ὑπαυλεῖν, VI, 252 e, λυσιῳδοῠ γυναικός, V, 211; Plut. Sull. 36; Strab. XIV p. 648.
-
5 ἄ-τολμος
ἄ-τολμος ( τόλμα), nichts unternehmend, Ggstz ἐπιχειρητής Thuc. 8, 96; muthlos, feig, αἰχμὰ γυναικεία Aesch. Ch. 621; Thuc. 2, 39, u. öfter auch Folgde; καὶ μαλακός Dem. 8, 68; καὶ δειλός 19, 206. – Adv. ἀτόλμως, χρῆσϑαι τοῖς καιροῖς Pol. 3, 103; Plut.
-
6 ἐφ-ήβαιον
-
7 γυναικεῖος
γυναικεῖος, den Frauen eigen, ihnen zukommend, sie betreffend; βουλαί, Weiberanschläge; oft verächtlich; ϑεὰ γυναικεία, bona dea der Römer; τὸ γυναικεῖον, sc. οἴκημα, die Frauenwohnung, -stube; τὰ γυν., die monatliche Reinigung -
8 κτίζω
κτίζω, ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit Ansiedlern bevölkern; bes. eine Stadt gründen; übh. gründen, einrichten; auch = hervorbringen, machen; παῖδα, τὸν αὐτός ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt; ἐλεύϑερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει, wird dich von diesem Leide befreien; καὶ ταῠτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu tun
См. также в других словарях:
γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικεία — γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc/acc dual γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείᾳ — γυναικεί̱ᾱͅ , γυναικεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… … Dictionary of Greek
Καστρίτσας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Ιωαννίνων αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, η οποία εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Βρίσκεται απέναντι από τον Δρίσκο. Η ανέγερσή της τοποθετείται στον 11ο αι. Το καθολικό του μοναστηριού είναι βυζαντινού ρυθμού… … Dictionary of Greek
Πελαγίας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Βοιωτίας, κοντά στα χωριά Καρδίτσα και Κόκκινο, η οποία εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του μοναστηριού (από την ομώνυμη εικόνα ή για να τονιστεί το πέλαγος της… … Dictionary of Greek
γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek