-
1 баба
баба 1-ы θ.1. χωρική, χωριάτισσα (παντρεμένη). || παλ. γυναίκα αμόρφωτη, απολίτιστη,2. (απλ.) η σύζυγος.3. γυναίκα•вздорная баба ανόητη (άμυαλη) γυναίκα.
4. (είρν.για άντρα αδύνατου χαρακτήρα) γυναίκα.5. (παλ.) βλ. бабушка.εκφρ.баба-яга – (στα ρωσ. παραμύθια) γριά μάγισσα, στρίγγλα•бой-баба – αποφασιστική γυναίκα, αντρογυναίκα•каменная баба – αρχαίο πέτρινο είδωλο•снежная баба – χιονάνθρωπος.баба 2-ы θ.κόπανος, βαριό, πασσαλομπήχτης.баба 3-ы θ.γλυκό ταψιού (μεγάλου κυλινδρικού σχήματος). -
2 женщина
-ы θ.γυναίκα•замужняя женщина παντρεμένη γυναίκα•
женщина врач γιατρίνα, γιάτρισσα•
волевая ή энергичная женщина δραστήρια γυναίκα•
пустая женщина άμυαλη γυναίκα, γύναιο•
сварливая μίζερη γυναίκα•
мужеподобная женщина αντρογυναίκα.
-
3 юбка
-и θ.1. η φούστα.2. μτφ. γυναίκα που προσελκύει τους άντρες.εκφρ.в -е – σε γυναικεία μορφή•профессор в -е – γυναίκα-προφέσσορας•философ в-юбкае – γυναίκα-φιλόσοφος•держаться за -у – υπακούω, υποτάσσομαι στη γυναίκα, είμαι δούλος του φουστανιού. -
4 жена
-
5 женщина
-
6 замуж
-
7 красавица
-
8 этот
этот (эта. это, эти) αυτός· \этот человек αυτός ο άνθρωπος· в \этот раз αυτή τη φορά; эта женщина αυτή η γυναίκα· эта девочка αυτό το κορίτσι·* * *(эта, это, эти)э́тот челове́к — αυτός ο άνθρωπος
в э́тот раз — αυτή τη φορά
э́та же́нщина — αυτή η γυναίκα
э́та де́вочка — αυτό το κορίτσι
э́то ме́сто — αυτή η θέση
э́то о́чень интере́сно! — (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον!
э́ти ученики́ — αυτοί οι μαθητές
э́ти кни́ги — αυτά τα βιβλία
-
9 дикарка
дика||ркаж1. ἡ ἄγρια (γυναίκα), τό ἀγριοκοριτσο·2. перен ἡ μονόχνωτη (или ἡ ἀζύγωτη) γυναίκα. -
10 дама
-ы θ. παλ.1. κυρία, ντάμα•светская дама κοσμική κυρία.
|| γυναίκα.2. παντρεμένη γυναίκα.3. η ντάμα χορού.4. ντάμα (παιγνιόχαρτο)-- пиковая ντάμα μπαστούνι.εκφρ.дама сердца – η αγαπημένη, η εκλεκτή της καρδιάς. -
11 мужичка
-и θ.γυναίκα απλή, λαϊκής προέλευσης.(απλ. παλ.) γυναίκα απολίτιστη, άξεστη• χωριάτισσα. -
12 особа
-ы θ.1. πρόσωπο, προσωπικότητα, φυσιογνωμία υποκείμενο•важная особа ειρν. σοβαρό πρόσωπο•
высочайшая особа υψηλή προσωπικότητα•
коронованная особа ο εστεμμένος (ο βασιλιάς)•
особа короля η προσωπικότητα του βασιλιά•
подозрительная особа ύποπτο πρόσωπο•
неиз-встная особа άγνωστο πρόσωπο•
духовная особа κληρικός•
особа женского пола πρόσωπο του γυναικείου φύλου.
2. (παλ. κ. ειρν.) πρόσωπο, προσωπικότητα.3. πρόσωπο του γυναικείου φύλου, γυναίκα•вздорная особа κουτή γυναίκα.
εκφρ.своей собственной -ой – ο ίδιος προσωπικά. -
13 выйти
выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα* * *1) εξέρχομαι, βγαίνωвы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο
все вы́шли? — όλοι βγήκαν
2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνωвы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο
вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία
3) ( удаться) πετυχαίνωу меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα
••вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
-
14 баба
баба Iж1. (замужняя крестьянка) уст. ἡ χωριάτισσα, ἡ γυναίκα;2. презр. τό γύναιο[ν];3. (о мужчине) презр. ὁ γυναικωτός, ὁ μαλθακός ἀντρας;4. тех. ὁ κόπανος, ὁ πασσαλομπήχτης; ◊ бой; \баба ἡ ἀντρογυναϊκα, ἡ γυναικάρα; снежная \баба ὁ χιονάνθρωπος.баба IIж кул. ἡ μπαμπά (γλύκισμα). -
15 вакханка
вакх||а́нкаж1. ἡ Βακ-χίδα [-ίς], ἡ μαινάς;2. перен ἡ βακχίδα, γυναίκα-μέθυση. -
16 вертушка
вертушкаж разг1. (дверь) ἡ περιστρεφόμενη πόρτα·2. (о женщине) ἡ φλύαρη, ἡ ἐλαφρόμυαλη γυναίκα, ἡ σου-σουράδα. -
17 грубиянка
груб||иянкаж ἡ ἄξεστη γυναίκα. -
18 жеиский
жеиск||ийприл1. γυναικείος (относящийся к женщине)/ γυναικήσιος, θηλυκός (свойственный женщине):Международный \жеиский день ἡ διεθνής ἡμέρα τῶν γυναικών по \жеискийой линии (о родстве) ἀπ' τή μεριά τῆς μάννας· \жеискийие болезни οἱ γυναικολογικές ἀσθένειες· \жеискийая половина (на Востоке) ὁ γυναικωνίτης· 2.:\жеиский род грам. τό θηλικό[ν] γένος' ◊ πο-женски σάν γυναίκα. -
19 жена
женаж ἡ γυναίκα, ἡ σύζυγος. -
20 женщина
женщинаж ἡ γυναίκα, ἡ γυνή:\женщинаврач ἡ γιάτρισσα, ἡ γιατρίνα.
См. также в других словарях:
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
γυναίκα — η 1. άνθρωπος θηλυκού φύλου: Γνώρισα μια πολύ όμορφη γυναίκα. 2. σύζυγος: Η γυναίκα του είναι αρκετά μικρότερή του. 3. υπηρέτρια, καθαρίστρια: Το σπίτι μου είναι μεγάλο και χρειάζομαι γυναίκα για να το καθαρίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναῖκα — γυνή woman fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποππαία Σαβίνα — Γυναίκα του συντρόφου του Νέρωνα, του μέλλοντα αυτοκράτορα Όθωνα, και μετά δεύτερη γυναίκα του ίδιου του Νέρωνα. Για χάρη της ο Νέρωνας δολοφόνησε τη μητέρα του Αγριππίνα, και χώρισε και προκάλεσε τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας Οκταβίας.… … Dictionary of Greek
Ρήγιλλα — Γυναίκα του Ηρώδη του Αττικού, που πέθανε λίγο μετά τον γάμο τους. Ο Ηρώδης έχτισε στη μνήμη της το Ωδείο, που βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη και έχει το όνομά του … Dictionary of Greek
Τιμαία — Γυναίκα του Άγη A’, βασιλιά της Σπάρτης. Οι σχέσεις της με τον Αλκιβιάδη προκάλεσαν μεγάλο σκάνδαλο. Οι έφοροι της Σπάρτης, για να ξεπλύνουν την ντροπή, ανέθεσαν στον ναύαρχο Αστύοχο να δολοφονήσει τον Αλκιβιάδη. Αλλά η Τ. ειδοποίησε τον… … Dictionary of Greek
γυναῖκ' — γυναῖκα , γυνή woman fem acc sg γυναῖκε , γυνή woman fem acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναῖχ' — γυναῖκα , γυνή woman fem acc sg γυναῖκε , γυνή woman fem acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek