-
1 γυμνασιαρχ(ε)ία
η должность, деятельность директора гимназии -
2 γυμνασιαρχ(ε)ία
η должность, деятельность директора гимназии -
3 γυμνασιαρχέω
A to be gymnasiarch, at Athens and elsewhere, IG 3.1104, al., 5(1).481, al. ([place name] Sparta), 7.1669 ([place name] Plataea), BGU184.3 (i A. D.), etc.;εἰς Προμήθεια Lys.21.3
, Is.7.36; γ. λαμπάδι (cf. λαμπαδηφορία) Id.6.60:—[voice] Med.,γυμνασιαρχεῖσθαι ἐν ταῖς λαμπάσι X.Vect. 4.52
.II trans., provide for, supply as gymnasiarch, πάντα τὰ γυμνάσια Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.69 :—[voice] Pass., to be supplied with gymnasiarchs,γυμνασιαρχοῦσιν οἱ πλούσιοι.., ὁ δὲ δῆμος γυμνασιαρχεῖται X.Ath.1.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασιαρχέω
-
4 γυμνασιάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασιάρχης
-
5 γυμνασιαρχία
γυμνᾰσιαρχ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασιαρχία
-
6 γυμνασιαρχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασιαρχικός
-
7 γυμνασιαρχίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασιαρχίς
-
8 γυμνασίαρχος
γυμνᾰσίαρχ-ος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασίαρχος
-
9 στέφω
Aἔστεφον Il.18.205
, A.Th.50;στέφον Hes.Op.75
: [tense] fut.στέψω S.Aj.93
, E.Tr. 576 (anap.): [tense] aor. :—[voice] Med., [tense] fut.στέψομαι Ath.15.676d
: [tense] aor.ἐστεψάμην AP9.363.3
(Mel.), D.H.Rh.1.6, etc., ([etym.] ἐπ-) Il. 1.470:—[voice] Pass., [tense] fut.στεφθήσομαι Gal.Protr.13
: [tense] aor. (lyr.): [tense] pf. , Pl.Phd. 58a, etc.; [dialect] Ion. [tense] pf. part.ἐστεθμένος Schwyzer 725
(Milet., vi B.C.), cf. στέθματα.—στεφανόω is more freq., esp. in Prose:— put round,ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.18.205
;ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.8.170
; μνημεῖα πρὸς ἅρμ' Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον hung them round it, A.Th. 50; λάφυρα δαΐων.. ἁγνοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν ib. 279:—[voice] Med., put round one's head,ποίην AP9.363
(Mel.); σκόροδα prob. in Ath.15.676d;κύκλους ἐλαίης Orph.A. 325
;ἰούλους Anacreont.42.10
.II encircle, crown, wreath,τινὰ ἄνθεσι Hes.Op.75
;σε παγχρύσοις λαφύροις S.Aj.93
;κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις E.Alc. 759
; ;κάρα κισσῷ E.Ba. 341
;σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Pl.Phd. 58c
;νεκρόν Lyc.799
;στήλην Call.Epigr.8
, cf. AP7.657 (Leon.); ὁ στρατηγὸς ἔστεψέν [τινα] εἰς γυμνασίαρχ[ον] Wilcken Chr. 41 ii 8 (iii A.D.):— [voice] Med., στέφου κάρα crown thy head, E.Ba. 313;ἀμφὶ δὲ φύλλοις στεψάμενοι A.R.1.1124
;βάκχοισιν κεφαλὰς περιανθέσιν ἐστέψαντο Nic.Fr. 130
:—[voice] Pass., to be crowned, A.Supp. 345; τινι with a thing, Id.Eu.44; τινος Nonn.D.5.282: with acc. of the games in which the prize is won,στεφθεὶς παγκράτιον CIG4380m10
([place name] Oenoanda);ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc.Merc.Cond.13
; ποσσάκις ἐστέφθης δρόμον; IG14.1603 ([place name] Rome); στεφθεὶς στάδιν ( = στάδιον) ib.1108 (ibid.); of a magistracy,στεφέσθω Ἀχιλλεὺς κοσμητείαν PRyl.77.34
(ii A.D.):— [voice] Med.,Ἴσθμια καλλικόμοις στεψάμενον πίτυσιν Orph.Fr. 290
;στεψάμενοι σταδίοις APl.5.371
.2 wreathe a bowl or cup with leaves, Alex.119.6, cf. Ar.Fr. 380;γυλλὸς ἐστεμμένος SIG57.26
(Milet., v B.C.); γυλλοὶ ἐστεθμένοι Schwyzer l.c.3 crown or honour with libations, χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν ς. S.Ant. 431;τύμβον λοιβαῖσι.. στέψαντες Id.El.53
; ὅπως.. αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ib. 458, cf. E.Or. 1322.III [voice] Pass., στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου στεφόμενον twined of papyrus, Ath.15.676d codd.:—[voice] Act., στέφουσα, title of a statue by Praxiteles, v.l. for στεφανοῦσα in Plin. HN34.70. (τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Arist.Fr. 101
(arguing from Hom.); cf. ἐπιστέφω, ἐπιστεφής; the orig. sense and etym. are doubtful.)
См. также в других словарях:
ναυαρχίδα — η (Α ναυαρχίς) πολεμικό πλοίο, συνήθως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος ή, γενικότερα, ο αρχηγός τού στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. «κυβερνήτης ναυαρχίδας»… … Dictionary of Greek