Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γυμνότης

См. также в других словарях:

  • γυμνότης — nakedness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητα — γυμνότης nakedness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητας — γυμνότης nakedness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητι — γυμνότης nakedness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητος — γυμνότης nakedness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότητα — η (AM γυμνότης) [γυμνός] 1. το να είναι κανείς γυμνός μσν. νεοελλ. 1. ανεπάρκεια εφοδίων 2. οποιαδήποτε έλλειψη νεοελλ. (για τόπους) έλλειψη βλάστησης …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Unknown date գ. γύμνωσις, γυμνότης nuditas. Մերկ գոլն. ... *Ծածկեցին զմերկութիւն հօրն իւրեանց: Ի սով եւ ʼի ծարաւ եւ ʼի մերկութիւն. եւ այլն: *Ընդ ապականել մարմնոցն՝ ոչ ինչ հոգ տանի մերկութեն ոսկերացն. Իսիւք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»