-
1 γυμνοπόδαρος
η, ο, γυμνοπόδης, α, ικο босой, босоногий -
2 γυμνόπους
(-ποδός), ους, ουν см. γυμνοπόδαρος
См. также в других словарях:
γυμνοπόδαρος — η, ο ο γυμνόπους … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek