Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

γυμνητεία

См. также в других словарях:

  • γυμνητεία — γυμνητείᾱ , γυμνητεία light armed troops fem nom/voc/acc dual γυμνητείᾱ , γυμνητεία light armed troops fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γυμνητείᾱ , γυμνητία fem nom/voc/acc dual γυμνητείᾱ , γυμνητία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνητεία — η (AM γυμνητεία) [γυμνητεύω] η γύμνια αρχ. στρατιώτες ελαφρά οπλισμένοι …   Dictionary of Greek

  • γυμνητείας — γυμνητείᾱς , γυμνητεία light armed troops fem acc pl γυμνητείᾱς , γυμνητεία light armed troops fem gen sg (attic doric aeolic) γυμνητείᾱς , γυμνητία fem acc pl γυμνητείᾱς , γυμνητία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνητείαν — γυμνητείᾱν , γυμνητεία light armed troops fem acc sg (attic doric aeolic) γυμνητείᾱν , γυμνητία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνητείαις — γυμνητεία light armed troops fem dat pl γυμνητία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνητικός — γυμνητικός, ή, όν (Α) [γυμνής] 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γυμνήτη 2. το ουδ. ως ουσ. τό γυμνητικόν η γυμνητεία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»