-
1 γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχίᾱ, γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarch: fem nom /voc /acc dualγυμνασιαρχίᾱ, γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarch: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 γυμνασιαρχία
γυμνᾰσιαρχ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασιαρχία
-
3 γυμνασιαρχίας
γυμνασιαρχίᾱς, γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarch: fem acc plγυμνασιαρχίᾱς, γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarch: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 γυμνασιαρχίαι
γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarch: fem nom /voc plγυμνασιαρχίᾱͅ, γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarch: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 γυμνασιαρχίαν
γυμνασιαρχίᾱν, γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarch: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 γυμνασιαρχίαις
γυμνασιαρχίαoffice of gymnasiarch: fem dat pl -
7 γυμνασιαρχιών
-
8 γυμνασιαρχιῶν
-
9 τετραμήνιος
τετρᾰ-μήνιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραμήνιος
-
10 ἑκούσιος
ἑκούσι-ος, α, ον S.Tr. 727, 1123, etc.; also ος, ον Id.Ph. 1318, E.Supp. 151, Antipho 2.2.3, Th.6.44, etc.: ([etym.] ἑκών):—of actions,A voluntary,πόνοι Democr.240
;βλάβαι S.Ph.
l.c.; φυγή E.l.c.; , etc.; ; πράξεις ib. 603c, al.; , al., etc.; undertaken voluntarily,POxy.
473.3 (ii A.D.); τὰ ἑ. voluntary acts, opp. τὰ ἀκούσια, IG1.1, X.Mem.2.1.18, Arist.EN 1109b31.2 rarely of persons, willing, acting of free will,ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία S.Tr. 1123
;ἑ. ἀποθανεῖν Th.1.138
.II Adv. , etc.; alsoἑκουσίῳ τρόπῳ Id.Med. 751
; ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) S.Tr. 727 ;καθ' ἑκουσίαν Th.8.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκούσιος
См. также в других словарях:
γυμνασιαρχία — γυμνασιαρχίᾱ , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem nom/voc/acc dual γυμνασιαρχίᾱ , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχία — η (Α γυμνασιαρχία) νεοελλ. ο βαθμός ή η υπηρεσία τού γυμνασιάρχη αρχ. το αξίωμα τού γυμνασιάρχου … Dictionary of Greek
γυμνασιαρχία — η 1. το αξίωμα του γυμνασιάρχη. 2. το αξίωμα του γυμνασίαρχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνασιαρχίας — γυμνασιαρχίᾱς , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem acc pl γυμνασιαρχίᾱς , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχίαι — γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem nom/voc pl γυμνασιαρχίᾱͅ , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχίαν — γυμνασιαρχίᾱν , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχιῶν — γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχίαις — γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
Gymnasiarchie — En Grèce antique, la gymnasiarchie (γυμνασιαρχία / gymnasiarkhía) est une magistrature ou une liturgie (service public assumé par un riche particulier). Son contenu varie selon les cités : les textes anciens présentent en général le… … Wikipédia en Français