-
1 γυιός
-
2 γυιός
γυιός, gliederlahm, gelähmt, schwach -
3 παρά-γυιος
παρά-γυιος, mit verschränkten, verdrehten Gliedern, Rhett. III p. 663.
-
4 στεῤῥό-γυιος
στεῤῥό-γυιος, mit festen, starken Gliedern, Philp. 46 ( Plan. 52).
-
5 καμπεσί-γυιος
καμπεσί-γυιος, die Glieder beugend, παίγνια, Gliederpuppen, Orph. bei Clem. Al. p. 15, vgl. Hesych.
-
6 βαρύ-γυιος
βαρύ-γυιος, gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευϑα Opp. Hal. 5, 63.
-
7 νεό-γυιος
-
8 μελάγ-γυιος
μελάγ-γυιος, mit schwarzen Gliedern, Paul. Sil. Ecphr. 570.
-
9 δεξιό-γυιος
δεξιό-γυιος, ἀνήρ, mit geschickten Gliedern, Pind. Ol. 9, 111.
-
10 θρασύ-γυιος
θρασύ-γυιος, νίκα Pind. P. 8, 39, starkgliedrig, d. i. des starken Mannes.
-
11 λαρνακό-γυιος
λαρνακό-γυιος, heißt Pan, Theocr. Syr. (XV, 21), wahrscheinlich = χηλόπους, mit klauigen Füßen, vgl. χηλός u. χηλή.
-
12 λαχνό-γυιος
λαχνό-γυιος, mit dichtbehaarten Gliedern, ϑῆρες Eur. Hel. 378.
-
13 λιπό-γυιος
λιπό-γυιος, der Glieder, oder des Gebrauchs der Glieder beraubt, bes. lahm, Plat. min. 1 (IX, 13).
-
14 ἀρκεσί-γυιος
ἀρκεσί-γυιος, οἶνος, gliederstärkend, Antiphan. bei. Ath. X, 446 b.
-
15 ὀβριμό-γυιος
ὀβριμό-γυιος, starkgliederig, vom Wallfisch, Opp. Hal. 1, 169. 5, 316.
-
16 ἀγλαό-γυιος
ἀγλαό-γυιος, ἥβη, schöngliedrig, Pind. N. 7, 4.
-
17 ἄ-γυιος
-
18 ὑπό-γυιος
ὑπό-γυιος, auch ὑπόγυος, 1) unter Händen, zur Hand, bereit; τὸ ὑπογυιότατον, das nächstliegende Mittel, πρὸς αὐτάρκειαν Arist. pol. 6, 8. – 2) was eben aus den Händen kommt, neu, frisch; ἐξ ὑπογυίου, von der Faust weg, aus dem Stegereif, sogleich, wie ὑπὸ χεῖρα, Plat. Menex. 235 c; Xen. Cyr. 6, 1, 43; τῶν χρόνων ὑπογύων ὄντων Dem. 28, 17; Sp., wie Luc. amor. 5; ἐξ ὑπογυίου γίγνεται ἡ παρασκευή Isocr. 4, 13, wie κρίσεις γίγνονται Arist. rhet. 1, 1. Aehnl. ἤδη ὑπογυίου μοι τῆς τελευτῆς τοῦ βίου οὔσης Isocr. 15, 4, da es mir nahe bevorsteht; ὑπόγυιον καὶ οὐ πρὸς ἀκρίβειαν S. Emp. adv. astrol. 63. Auch adv. ὑπογυίως u. ὑπογύως, auch ὑπόγυιον u. ὑπόγυον, neulich, kürzlich, ὑπογυιότερον, vor kurzer Zeit, Her.; τῷ ὑπογυιότερ' εἶναι τοῖς χρόνοις Dem. 60, 9; ὑπογυιότατα, ganz neulich, Dem. 12, 12 (ep. Phil.).
-
19 ὑπέρ-γυιος
ὑπέρ-γυιος, = ὑπερμήκης, Hesych.
-
20 ὑψί-γυιος
См. также в других словарях:
γυιός — lame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιός — (I) γυιός, ή, όν (Α) [γυιώ] ανάπηρος. (II) ο βλ. γιος … Dictionary of Greek
γυιόν — γυιός lame masc acc sg γυιός lame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιαί — γυιός lame fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιή — γυιός lame fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύγυιος — θρασύγυιος, ον (Α) (για αθλητή) αυτός που έχει δυνατά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γυιος < γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. βαρύ γυιος, εύ γυιος)] … Dictionary of Greek
ιμερόγυιος — ἱμερόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») … Dictionary of Greek
λαρνακόγυιος — λαρνακόγυιος, ον (Α) (το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιος προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, ακος + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερό γυιος, καμπεσί γυιος] … Dictionary of Greek
λαχνόγυιος — λαχνόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
νεόγυιος — νεόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει νεανικά μέλη, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος»), πρβλ. βαρύ γυιος, θρασύ γυιος] … Dictionary of Greek