Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γυιός

См. также в других словарях:

  • γυιός — lame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυιός — (I) γυιός, ή, όν (Α) [γυιώ] ανάπηρος. (II) ο βλ. γιος …   Dictionary of Greek

  • γυιόν — γυιός lame masc acc sg γυιός lame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυιαί — γυιός lame fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυιή — γυιός lame fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύγυιος — θρασύγυιος, ον (Α) (για αθλητή) αυτός που έχει δυνατά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γυιος < γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. βαρύ γυιος, εύ γυιος)] …   Dictionary of Greek

  • ιμερόγυιος — ἱμερόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό γυιος, λιπό γυιος] …   Dictionary of Greek

  • καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») …   Dictionary of Greek

  • λαρνακόγυιος — λαρνακόγυιος, ον (Α) (το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιος προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, ακος + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερό γυιος, καμπεσί γυιος] …   Dictionary of Greek

  • λαχνόγυιος — λαχνόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό γυιος, λιπό γυιος] …   Dictionary of Greek

  • νεόγυιος — νεόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει νεανικά μέλη, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος»), πρβλ. βαρύ γυιος, θρασύ γυιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»