-
1 γυιός
γυιόςlame: masc nom sg -
2 γυιός
-
3 γυιόν
γυιόςlame: masc acc sgγυιόςlame: neut nom /voc /acc sg -
4 γυιαί
γυιόςlame: fem nom /voc pl -
5 γυιή
γυιόςlame: fem nom /voc sg (epic ionic) -
6 γυιών
γυίζωtake in the hand: fut part act masc nom sg (attic epic doric)γυιόςlame: fem gen plγυιόςlame: masc /neut gen plγυιόωlame: pres part act masc voc sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres part act masc nom sgγυιόωlame: pres inf act (doric) -
7 γυιῶν
γυίζωtake in the hand: fut part act masc nom sg (attic epic doric)γυιόςlame: fem gen plγυιόςlame: masc /neut gen plγυιόωlame: pres part act masc voc sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres part act masc nom sgγυιόωlame: pres inf act (doric) -
8 γυιώ
γυίζωtake in the hand: fut ind act 1st sg (attic epic doric)γυιόςlame: masc /neut gen sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres subj act 1st sgγυιόωlame: pres ind act 1st sg -
9 γυιῶ
γυίζωtake in the hand: fut ind act 1st sg (attic epic doric)γυιόςlame: masc /neut gen sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres subj act 1st sgγυιόωlame: pres ind act 1st sg -
10 βαρύγυιος
βᾰρῠ-γυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύγυιος
-
11 γυιόω
-
12 δεξιόγυιος
A ready of limb, Pi.O.9.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξιόγυιος
-
13 δίγυιος
A of two members, Mart. Cap.9.989,990.II as expl. of διάγυιος, Aristid.Quint.1.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίγυιος
-
14 θρασύγυιος
θρασύ-γυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασύγυιος
-
15 καμπεσίγυιος
καμπεσί-γυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπεσίγυιος
-
16 λαρνακόγυιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαρνακόγυιος
-
17 λαχνόγυιος
λαχνό-γυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχνόγυιος
-
18 λιπόγυιος
λῐπό-γυιος, ον,A wanting a limb, maimed, lame, AP9.13 (Pl. Jun.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπόγυιος
-
19 μονόγυιος
μονό-γυιος, ον,A = μονομελής, Simp.in Cael.587.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόγυιος
-
20 νεόγυιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόγυιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γυιός — lame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιός — (I) γυιός, ή, όν (Α) [γυιώ] ανάπηρος. (II) ο βλ. γιος … Dictionary of Greek
γυιόν — γυιός lame masc acc sg γυιός lame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιαί — γυιός lame fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιή — γυιός lame fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύγυιος — θρασύγυιος, ον (Α) (για αθλητή) αυτός που έχει δυνατά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γυιος < γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. βαρύ γυιος, εύ γυιος)] … Dictionary of Greek
ιμερόγυιος — ἱμερόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») … Dictionary of Greek
λαρνακόγυιος — λαρνακόγυιος, ον (Α) (το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιος προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, ακος + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερό γυιος, καμπεσί γυιος] … Dictionary of Greek
λαχνόγυιος — λαχνόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
νεόγυιος — νεόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει νεανικά μέλη, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος»), πρβλ. βαρύ γυιος, θρασύ γυιος] … Dictionary of Greek