-
1 γυιο-τακής
γυιο-τακής, ές, Glieder schmelzend, allmälig abzehrend, πενίη Maced. 28 (VI, 30); mit hinschwindenden Gliedern, P. Sil. 41 (VI, 71).
-
2 γυιοτακής
γυιο-τακής, Glieder schmelzend, allmälig abzehrend; mit hinschwindenden Gliedern
См. также в других словарях:
κατακυμοτακής — κατακυμοτακής, ές (Α) αυτός που γαληνεύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κῦμα + τακής < θ. τακ τού τήκω (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάκ ην), πρβλ. γυιο τακής, ψυχο τακής] … Dictionary of Greek
σαρκοτακής — ές, Α (κυρίως για νόσο) αυτός που φθείρει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τακής (< θ. τακ , πρβλ. ἐ τάκ ην, παθ. αόρ. β τού τήκω «λειώνω, φθείρω»), πρβλ. γυιο τακής] … Dictionary of Greek