Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γυιο-τακής

См. также в других словарях:

  • κατακυμοτακής — κατακυμοτακής, ές (Α) αυτός που γαληνεύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κῦμα + τακής < θ. τακ τού τήκω (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάκ ην), πρβλ. γυιο τακής, ψυχο τακής] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοτακής — ές, Α (κυρίως για νόσο) αυτός που φθείρει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τακής (< θ. τακ , πρβλ. ἐ τάκ ην, παθ. αόρ. β τού τήκω «λειώνω, φθείρω»), πρβλ. γυιο τακής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»