-
1 γυιο-βόρος
γυιο-βόρος, Glieder fressend, abzehrend, μελεδῶναι Hes. O. 66; Sp., λιμός, φροντίς, Paul. Sil. 7. 10 (V, 255. 264).
-
2 γυιοβόρος
γυιο-βόρος, Glieder fressend, abzehrend -
3 γυιοβορος
1 γυιο-βόρος
γυιο-βόρος, Glieder fressend, abzehrend, μελεδῶναι Hes. O. 66; Sp., λιμός, φροντίς, Paul. Sil. 7. 10 (V, 255. 264).
2 γυιοβόρος
3 γυιοβορος