-
1 γυῖον
a bodyἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68
( ἄκων)ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
b limb pl. only.ἢ γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα P. 3.52
ἐσθὰς ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις P. 4.80
γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν P. 4.253
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία N. 4.5
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39
ἐγὼ δἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι. i. e. τεθνάναι Σ.) N. 8.38δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.46
-
2 γυῖον
γυῖον, τό,A limb, Hom., always pl., in phrases such asγυῖα λέλυντο Il.13.85
;ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 14.506
; , etc., cf. A.Pers. 913 (lyr.), Id.Eleg.3; the feet,Il.
13.512; womb,h.Merc.
20; hands,Theoc.
22.81; γυῖον, sg., the hand, ib. 121 (so prob. as device on signet, Tab.Heracl.1.183); but the whole body,Pi.
N.7.73, Hp.Epid.6.4.26.—Not in [dialect] Att. Prose: later, opp. στέρνα καὶ κεφαλή, Plu.Arist.14. -
3 γυίον
-
4 γυῖον
-
5 γυῖον
γυῖον: only pl., joints, ποδῶν γυῖα, Il. 13.512; then, limbs, members, γυῖα λέλυνται (see γόνυ), κάματος ὑπήλυθε γυῖα, γυῖα ἐλαφρὰ θεῖναι, Il. 5.122; ἐκ δέος εἵλετο γυίων, Od. 6.140.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γυῖον
-
6 γυιόν
γυιόςlame: masc acc sgγυιόςlame: neut nom /voc /acc sg -
7 γύιον
ἐγγυάωgive: imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)ἐγγυάωgive: imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) -
8 γυίω
ἐγγυάωgive: pres subj act 1st sg (epic doric ionic)ἐγγυάωgive: pres ind act 1st sg (epic doric ionic)γυί̱ω, γυῖονlimb: neut nom /voc /acc dualγυί̱ω, γυῖονlimb: neut gen sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)γυιόωlame: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————γυί̱ῳ, γυῖονlimb: neut dat sg -
9 ἀμφίγυος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίγυος
-
10 γυί'
-
11 γυῖ'
-
12 γυία
-
13 γυῖα
-
14 γυίοις
ἐγγυάωgive: pres opt act 2nd sg (epic doric ionic)γυί̱οις, γυῖονlimb: neut dat pl -
15 γυίοισι
ἐγγυάωgive: pres part act masc /neut dat pl (epic doric ionic)γυί̱οισι, γυῖονlimb: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
16 γυίοισιν
ἐγγυάωgive: pres part act masc /neut dat pl (epic doric ionic)γυί̱οισιν, γυῖονlimb: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
17 γυίου
γυί̱ου, γυῖονlimb: neut gen sgγυιόωlame: pres imperat act 2nd sgγυιόωlame: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
18 γυίων
ἐγγυάωgive: pres part act masc nom sg (epic doric ionic)γυί̱ων, γυῖονlimb: neut gen plγυιόωlame: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)γυιόωlame: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
19 ἀέλιος
ἀέλιος, ἅλιος (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, ἅλιον, ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.)a sun μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον. O. 1.5 ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) O. 3.24 “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον; Pae. 9.1
ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς Pae. 12.14
τοῖσι μὲν λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. 7. 1.b sunshine ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες sc. those who live in the islands of the blessed. O. 2.62εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13
ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν i. e. to the upper world fr. 133. 2.c day Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v. l. τ' ἀλίῳ.) O. 13.37d frag. ] ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.e pro pers., Helios, the Sun godτὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον O. 7.14
ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου O. 7.58
Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) P. 4.241 μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία ( Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) I. 5.1 fig. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v. l. ἁλίου Π.) O. 2.32 test. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν Παρθενείων ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104. -
20 αἴθων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek
γυῖον — limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιόν — γυιός lame masc acc sg γυιός lame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύιον — ἐγγυάω give imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἐγγυάω give imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυῖα — γυῖον limb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίγυος — ἀμφίγυος, ον (Α) 1. (για το δόρυ) ο αιχμηρός και κατά τα δυο άκρα, αμφίστομος 2. αυτός που γέρνει, που κάμπτεται και από τις δύο πλευρές, ελαστικός, εύκαμπτος 3. πιθανώς το επίθετο να δηλώνει και τον «δυνατό και στα δύο σκέλη, τον ισχυρό… … Dictionary of Greek
γυίω — ἐγγυάω give pres subj act 1st sg (epic doric ionic) ἐγγυάω give pres ind act 1st sg (epic doric ionic) γυί̱ω , γυῖον limb neut nom/voc/acc dual γυί̱ω , γυῖον limb neut gen sg (doric aeolic) γυιόω lame pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) γυιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
gēu-, gǝu-, gū- (*sgēu-) — gēu , gǝu , gū (*sgēu ) English meaning: to bend, curl; a kind of vessel Deutsche Übersetzung: “biegen, krũmmen, wolben” Note: Root gēu , gǝu , gū : to bend, curl; a kind of vessel probably derived from Root (s)keu 2, (s)keu̯ǝ :… … Proto-Indo-European etymological dictionary
голень — укр. голiнка – то же, ст. слав. голѣнь σκέλος (Супр.), болг. голен (Младенов 105), сербохорв. го̏лиjен, словен. golȇn, чеш. holen ж., также holeno, слвц. holeň, польск. golen. Возм., от голый, первонач. знач. голая кость в отличие от икры; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Amphigyéis — AMPHIGYÉIS, entis, Græc. Ἀμφιγυήεις, εντος, ein Beynamen des Vulcanus, Hesiod. O. & D. v. 70. welchen er von ἀμφὶ, utrimque, und γῦιον, membrum, hat, und zwar daher, quod fuit ἀμφοτέροις γύιοις, ἢ ποσὶ χωλὸς, d.i. weil er auf beyden Beinen… … Gründliches mythologisches Lexikon
άγυιος — ἄγυιος, ον (Α) αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυῖον (= μέλος)] … Dictionary of Greek