-
1 γυάλισμα
τό1) доведение до блеска, придание блеска; полировка, шлифовка;γυάλισμα των παπουτσιών — чистка обуви;
2) блеск; глянец, лоск
См. также в других словарях:
γυάλισμα — το το βερνίκωμα, το λουστράρισμα: Το τραπέζι θέλει γυάλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυάλισμα — το [γυαλίζω] 1. στίλβωση, λουστράρισμα 2. στιλπνότητα … Dictionary of Greek
στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… … Dictionary of Greek
βούρτσισμα — το καθαρισμός ή γυάλισμα με βούρτσα … Dictionary of Greek
γυαλιστήρι — το [γυαλίζω] όργανο με το οποίο γίνεται το γυάλισμα … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
λείανση — η (Α λείανσις και λέανσις) η ενέργεια τού λειαίνω, γυάλισμα νεοελλ. 1. (γεωμορφ. ωκεαν.) διεργασία μηχανικής διάβρωσης ενός πετρώματος, λόγω τριβής του από νερό που μεταφέρει κλαστικά υλικά 2. (μηχανολ.) μηχανουργική διεργασία με λειαντικό μέσο,… … Dictionary of Greek
λιθόψωκτος — λιθόψωκτος, ον (Α) αυτός που συντελεί στο γυάλισμα λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ψωκτος (< ψώχω «κατατρίβω, λειαίνω»)] … Dictionary of Greek
λουστράρισμα — το [λουστραρίζω] επάλειψη με λούστρο, στίλβωμα, γυάλισμα … Dictionary of Greek
ξελουστρόπανο — το λινό ύφασμα το οποίο ο ράφτης, αφού τό βρέξει και τό αποστραγγίσει, τό χρησιμοποιεί όταν σιδερώνει, για να φεύγει το γυάλισμα τού ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λούστρο + πανί] … Dictionary of Greek
παρκετάρισμα — το 1. η επίστρωση τού δαπέδου δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο 2. το γυάλισμα τού παρκέτου με παρκετίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρκετάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek