-
1 стеклянный
γυάλινος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стеклянный
-
2 стекольный
γυάλινος, υάλινος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стекольный
-
3 стеклянный
-
4 стеклянный
стеклянн||ыйприл1. γυάλινος, ὑάλι-νος:\стеклянныйая дверь ἡ γυάλινη πόρτα, ἡ τζαμόπορτα· \стеклянныйые изделия τά γυαλικά·2. перен (остекленевший) γυάλινος:\стеклянныйые глаза τά γυάλινα μάτια. -
5 стеклянный
επ.1. γυάλινος, υάλινος•-ая масса υαλομάζα•
-ая посуда τα γυαλικά, γυάλινα σκεύη•
-ая трубка γυάλινος σωλήνας, υαλουργικός•
стеклянный завод εργοστάσιο υαλουργίας.
2. μτφ. υαλοειδής, υαλώδης, σαν γυαλί•блеск λάμψη γυαλιού.
3. μτφ. άτονος, άψυχος, χαύνος (για μάτια, βλέμμα).εκφρ.- ая бумага – βλ. шкурка (2 σημ.)• -ая вата υαλοβάμπακας ή υαλέριο. -
6 пробирка
ο γυάλινος (δοκιμαστικός) σωλήνας, το σωληνάριοградуированная - με κλίμακα μέτρησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробирка
-
7 зеркальный
зеркальныйприл1. τοῦ καθρέφτη, τοῦ κατόπτρου:\зеркальный шкаф ἡ ντουλάπα μέ καθρέφτη·2. перен γυάλινος, λείος:\зеркальныйая поверхность ἡ λεία ἐπιφάνειά ◊ \зеркальныйое стекло́ τό γυαλί τοῦ καθρέφτη. -
8 стекольный
стеколь||ныйприл γυάλινος, ὑάλινος:\стекольный завод τό ὑαλουργεῖο[ν], τό ὑαλοποιεΐ-ον. -
9 водомерный
επ.υδρομετρικός•водомерный кран δοκιμαστικός κρουνός•
-ая трубка υδροδείκτης (γυάλινος).
-
10 пробирка
-и θ.γυάλινος δοκιμ. σωλήνας. -
11 стекловатый
επ., βρ: -ват, -а, -о. υαλώδης, σαν γυαλί. || γυάλινος. -
12 труба
-ы, πλθ. трубы θ.1. σωλήνας•водопроводная труба ο υδροσωλήνας•
газопроводная труба σωλήνας αεριοαγωγός ή φωταερίου•
воздухопроводная труба σωλήνας αεραγωγός ή αερισμού•
медная труба χάλκινος σωλήνας•
стальная труба ατσάλινος σωλήνας•
стеклянная труба γυάλινος σωλήνας•
труба телескопа σωλήνας τηλεσκοπίου.
2. τρομπέτα, σάλπιγγα. || χωνί, χοάνη•труба репродуктора η χοάνη του μεγάφωνου.
3. καπνοδόχος, φουγάρο, καμινάδα.4. (ανατ.) σάλπιγγα•еф-стахиева труба ευσταχιανή σάλπιγγα•
фаллопиева, труба ωαγωγός (ή σάλπιγγα) μήτρας.
5. (κυνηγ.) η ουρά της αλεπούς.6. -ойεπίρ. α) κάθετα, κατακόρυφα, β) χωνοειδώς, σαν χωνί.7. καταστροφή, χαμός, τέλος.εκφρ.аэродинамическая труба – αεροδυναμικός σωλήνας•мостовая труба – ο υδροσωλήνας κάτω από την οδό•нетолченая труба – μεγάλος συνωστισμός, πλήθος αδιαπέραστο•пожарная труба – ο πυροσβεστικός σωλήνας•дело труба – (απλ.) η υπόθεση πάει άσχημα•хвост -ой – τόσκάσε, έφυγε•пустить (выпустить) в -у – α) καταστρέφω κάποιον οικονομικά, κάνω να πτωχεύσει, β) κατασπαταλώ, ανεμοσκορπίζω. -
13 фонарь
-я α.1. φανάρι, φανός•уличный φανάρι του δρόμου•
электрический фонарь ηλεκτρικό φανάρι•
карманный фонарь το κλεφτοφάναρο•
волшебный фонарь το μαγικό φανάρι.
|| αναρτημένηγυα-λόφρακτη λάμπα.2. μώλωπας, μελανιά, -σμα.3. γυάλινος φεγγίτης στέγης.
См. также в других словарях:
γυάλινος — (I) η, ο (AM υάλινος, η, ον) κατασκευασμένος από γυαλί. (II) και γιουλιανός, ο ο Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυαλινός < γυαλίζω. Το επίθετο αυτό και το επίθ. γυαλιστής* χαρακτηρίζουν τον μήνα Ιούλιο, επειδή «γυαλίζει», ωριμάζει τα σταφύλια. Ο τ.… … Dictionary of Greek
γυάλινος — η, ο ο φτιαγμένος από γυαλί: Έβαλα τα τριαντάφυλλα σ’ ένα γυάλινο βάζο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
γκεζάκι — και γκαζάκι, το 1. παιδικό παιχνίδι, παρόμοιο προς την «άμιλλα» τών αρχαίων, κατά το οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται να ρίξουν από ορισμένη απόσταση βώλους ή άλλα αντικείμενα σε στόχο που βρίσκεται στο κέντρο κύκλου χαραγμένου στο έδαφος 2. βώλος … Dictionary of Greek
γυαλένιος — ια, ιο ο γυάλινος … Dictionary of Greek
διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… … Dictionary of Greek
μπάλα — η (Μ μπάλα και πάλα) 1. ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται σε παιδικά και αθλητικά παιχνίδια, τόπι («η μπάλα τού μπάσκετ») 2. βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι («οπού έχει δύο αγαπητικές, νά χει σαράντα μαχαιριές, κι οπού δεν έχει ούτε … Dictionary of Greek
νέον — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ne. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 10 και ατομικό βάρος 20,183, τρία σταθερά ισότοπα Ne20, Ne22 και Ne21, κατά τάξη αφθονίας, και τέσσερα ραδιενεργά… … Dictionary of Greek
σιφώνιο — το / σιφώνιον, ΝΑ [σίφων, ωνος] νεοελλ. 1. χημ. λεπτός γυάλινος ή πλαστικός σωλήνας βαθμονομημένος, συνήθως, σε κυβικά εκατοστόμετρα και σε υποδιαιρέσεις τους και συχνά διογκωμένος στο μέσον του, που είναι ανοιχτός και στα δύο του άκρα και… … Dictionary of Greek
σταγματοδόχη — η, Ν γυάλινος ή μεταλλικός δίσκος στα κηροπήγια για να πέφτουν επάνω του οι σταγόνες τού λειωμένου κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάγμα, ατος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. τεφρο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ.… … Dictionary of Greek