Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γυάλινος

См. также в других словарях:

  • γυάλινος — (I) η, ο (AM υάλινος, η, ον) κατασκευασμένος από γυαλί. (II) και γιουλιανός, ο ο Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυαλινός < γυαλίζω. Το επίθετο αυτό και το επίθ. γυαλιστής* χαρακτηρίζουν τον μήνα Ιούλιο, επειδή «γυαλίζει», ωριμάζει τα σταφύλια. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • γυάλινος — η, ο ο φτιαγμένος από γυαλί: Έβαλα τα τριαντάφυλλα σ’ ένα γυάλινο βάζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • γκεζάκι — και γκαζάκι, το 1. παιδικό παιχνίδι, παρόμοιο προς την «άμιλλα» τών αρχαίων, κατά το οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται να ρίξουν από ορισμένη απόσταση βώλους ή άλλα αντικείμενα σε στόχο που βρίσκεται στο κέντρο κύκλου χαραγμένου στο έδαφος 2. βώλος …   Dictionary of Greek

  • γυαλένιος — ια, ιο ο γυάλινος …   Dictionary of Greek

  • διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… …   Dictionary of Greek

  • μπάλα — η (Μ μπάλα και πάλα) 1. ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται σε παιδικά και αθλητικά παιχνίδια, τόπι («η μπάλα τού μπάσκετ») 2. βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι («οπού έχει δύο αγαπητικές, νά χει σαράντα μαχαιριές, κι οπού δεν έχει ούτε …   Dictionary of Greek

  • νέον — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ne. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 10 και ατομικό βάρος 20,183, τρία σταθερά ισότοπα Ne20, Ne22 και Ne21, κατά τάξη αφθονίας, και τέσσερα ραδιενεργά… …   Dictionary of Greek

  • σιφώνιο — το / σιφώνιον, ΝΑ [σίφων, ωνος] νεοελλ. 1. χημ. λεπτός γυάλινος ή πλαστικός σωλήνας βαθμονομημένος, συνήθως, σε κυβικά εκατοστόμετρα και σε υποδιαιρέσεις τους και συχνά διογκωμένος στο μέσον του, που είναι ανοιχτός και στα δύο του άκρα και… …   Dictionary of Greek

  • σταγματοδόχη — η, Ν γυάλινος ή μεταλλικός δίσκος στα κηροπήγια για να πέφτουν επάνω του οι σταγόνες τού λειωμένου κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάγμα, ατος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. τεφρο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»