Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γρῦπα

  • 1 γρυπά

    γρυπά̱, γρυπή
    vulture's nests: fem nom /voc /acc dual
    γρυπά̱, γρυπή
    vulture's nests: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    γρῡπά, γρυπός
    hook-nosed: neut nom /voc /acc pl
    γρῡπά̱, γρυπός
    hook-nosed: fem nom /voc /acc dual
    γρῡπά̱, γρυπός
    hook-nosed: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > γρυπά

  • 2 γρύπα

    γρύψ
    griffin: masc acc sg

    Morphologia Graeca > γρύπα

  • 3 γρῦπα

    γρύψ
    griffin: masc acc sg

    Morphologia Graeca > γρῦπα

См. также в других словарях:

  • γρυπά — γρυπά̱ , γρυπή vulture s nests fem nom/voc/acc dual γρυπά̱ , γρυπή vulture s nests fem nom/voc sg (doric aeolic) γρῡπά , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc pl γρῡπά̱ , γρυπός hook nosed fem nom/voc/acc dual γρῡπά̱ , γρυπός hook nosed fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρῦπα — γρύψ griffin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GRYPHUM — pedes vel ungues poculis conficiendis inservire, tradit Arabie. Scriptor Damir c. de aka seu anca vel gryphe. Gesner. de gryphe, Ioh. de Montevilla scribit, ungues tamquam cornua bovis esse, e quibus magni pretii pocula fiunt. At paulo post, se… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σικυώνας — Ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής που ήρθαν στο φως στη Σικυώνα από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., το καλύτερα διατηρημένο είναι το συγκρότημα των λουτρών της… …   Dictionary of Greek

  • ιππαλεκτρυών — Μυθολογικό τέρας. Πρόκειται για περίεργο πλάσμα, που ήταν άλογο στο κεφάλι, στον τράχηλο, στο σώμα έως τη μέση του κορμού και στα μπροστινά πόδια και αλεκτρυών (πετεινός) στο υπόλοιπο σώμα, στα πίσω σκέλη και στην ουρά. Ο Ι. αναφέρεται στους… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • Άβδηρα — I Αρχαία πόλη της Θράκης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Νέστου. Το όνομα Αβδηρίτης στην αρχαιότητα ήταν συνώνυμο με το ανόητος, βλάκας, χωρίς να είναι γνωστό για ποιον ακριβώς λόγο. Παρ’ όλα αυτά, τα Ά. ήταν η πατρίδα των φιλοσόφων Δημοκρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • γρύπας — Μυθολογικό πλάσμα. Πρόκειται για φανταστικό ζώο με κεφάλι και φτερούγες αετού και σώμα λιονταριού ή όμοιο με αετό. Ο γ. ήταν γνωστός στην αρχαία ελληνική μυθολογία με την ονομασία γρυψ και πρωτοεμφανίστηκε στα αιγυπτιακά μνημεία της 12ης… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»