-
1 γραες
-
2 γράες
-
3 γρᾶες
-
4 νόμιμος
νόμιμος, ον, dem Gebrauche, der Sitte, dem Gesetze gemäß; Her. 2, 79; ἄλλα ἄλλοις νόμιμα, Pind. frg. 152; τὰ νόμιμα, die Satzungen, Gesetze, Aesch. Spt. 316, wie Soph. ἄγραπτα κἀσφαλῆ ϑεῶν νόμιμα, Ant. 451; νόμιμα πάσης συγχέαντες Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311; νόμιμ' ἀτίζοντες ϑεῶν, 19; u. in Prosa, πάνϑ' ὁπόσα κεῖται νόμιμα, Plat. Polit. 305 b; auch καὶ τὰ νόμιμα καὶ οἱ νόμοι verbunden, Crit. 53 c; τὰ εἰωϑότα νόμιμα, Phaedr. 265 a (wie τὰ νόμιμα εἰϑισμένοι Lycurg. 25; vgl. τὸ νόμιμον ἔϑος ποιῶν Dem. 19, 234); τῶν τοιούτων νομίμων καὶ ἐπιτηδευμάτων, Legg. VI, 772 b; also Herkommen, Gewohnheitsrecht, obwohl νόμιμα ϑέσϑαι, Theaet. 172 a, an νόμους ϑέσϑαι erinnert; bes. auch das bei der Bestattung Uebliche, νόμιμα μὴ κλέπτειν νεκρῶν, Eur. Bel. 1293; gesetzlich, rechtmäßig, οἱ μὴ νόμιμοι παῖδες, Phoen. 822; Plat. erkl. τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι δοκεῖ ὄνομα εἶναι νόμιμόν τε καὶ νόμος, Gorg. 5040; οὐ γὰρ ἐπιχώριον ὑμῖν τοῦτο οὐδὲ νόμιμον, Legg. I, 639 d; Ggstz παράνομος, Rep. VII, 539 a; vgl. II, 359 a, ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον; von Menschen, νόμιμοι καὶ κόσμιοι, Gorg. 504 d, rechtlich; vgl. αἱ νόμιμοι γρᾶες, Diotim. 6 (VII, 733), wie auch im adv., Plat. Conv. 182 a, vrbdn ist κοσμίως γε καὶ νομίμως ὁτιοῦν πρᾶγμα πραττόμενον, wie es nach dem Herkommen sich gebührt; τὸν ἀμαϑέστερον ὑπὸ σοφωτέρου νόμιμόν ἐστι δεδέσϑαι, Xen. Mem. 1, 2, 49, öfter, wie Sp., τὰ κοινὰ τῶν ἀνϑρώπων ἔϑη καὶ νόμιμα, Pol. 4, 67, 4, vgl. 6, 56, 1; μὴ νομίμως, ἀλλὰ δεσποτικῶς ἄρχειν, 2, 41, 5; νομιμώτατα, D. C. 78, 13.
-
5 γραυς
γρᾱός, эп.-ион. γρηῦς и γρῆϋς ἥ (acc. γραῦν - эп. gen. неупотреб., dat. γρηΐ, voc. γρηῦ и γρῆϋ; pl. γρᾶες, gen. и dat. неупотреб., acc. γραῦς) -
6 συμμορφος
2похожий с виду или лицом(τινος и τινι NT.)
γρᾶες καὴ θεραπαινίδων ὅ σ. ὄχλος Luc. — старухи и толпа похожих на них служанок -
7 υποπρεσβυτερος
-
8 γραῦς
γραῦς, gen. γρᾱός, ἡ: [dialect] Ion. [full] γρηῦς, γρηός, voc. γρηῦ: poet. also [full] γρηΰς, voc. γρηΰ: barbarous voc. γρᾶο in Ar.Th. 1222: nom. pl.A , Timocl.25: acc. , etc.:— old woman, Hom., esp. in Od., 1.191, al., A.Eu.38, etc.;γ. παλαιή Od. 19.346
: prov., γραῶν ὕθλος old wives' fables, Pl.Tht. 176b: with Subst.,γ. γυνή E.Tr. 490
, Ar. Th. 345, D.19.283: Com., ὁ γραῦς of an old man, Ar.Th. 1214 cod. R. -
9 Γραικός
Grammatical information: m.Meaning: peoples name, "Greek" ( Marm. Par. IIIa, Arist. Mete. 352 b 2). Γραικίτης `griechisch' (Lyc., St. Byz.; Redard, Noms grecs en - της 123), γραικίζω `speak Greek' (Hdn.). γραικιστί (EM).Derivatives: Γραικίτης `griechisch' (Lyc., St. Byz.; Redard, Noms grecs en - της 123), γραικίζω `speak Greek' (Hdn.). γραικιστί (EM).Etymology: The name, prob. given to the Epirotic Dorians by their Illyrian neighbours, was taken over by the Italics and extended to all Hellenes. The use of the word in hellenistic literature is partly based on Lat. Graeci. - Without k-Suffix we have Lat. Graius, Messap. graias, grahis. The term may have come to Italy through the Etruscans, Ernout, R. Ph. 1962, 209-216. Perhaps the Epirotic name Γρᾶες was the basis; its origin is unknown. - See Schwyzer 80 Nr. 4 and 497 n. 7 and Jacobsohn KZ 55, 37, Kretschmer Glotta 30, 156f. - Γραική = Oropia (NE.-Attica), derived from Γραία, isirrelevant.. ( Γραῖκες = αἱ τῶν Έλλήνων μητέρες (Alcm. 134), from γραῦς after γυναῖκες, is also irrelevant.)Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Γραικός
См. также в других словарях:
γρᾶες — γραῦς old woman fem nom pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Γραικός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 61 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. * * * ο (AM Γραικός) Έλληνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς τής Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα … Dictionary of Greek
σκωρίδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «γρᾱες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκῶρ] … Dictionary of Greek
Φερεκράτης — Αθηναίος ηθοποιός και κωμωδιογράφος της αρχαίας αττικής κωμωδίας. H δράση του σημειώνεται στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., λίγο πριν από τον Αριστοφάνη. Του αποδίδονται πολλές κωμωδίες, από τις οποίες οι τρεις θεωρούνται νόθες. Οι τίτλοι τους… … Dictionary of Greek