Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γρυτοπώλης

См. также в других словарях:

  • γρυτοπώλης — γρυτοπώλης, ο (Μ) αυτός που πουλάει μικροεμπορεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + πώλης < πωλώ] …   Dictionary of Greek

  • γρυτοπώλης — seller of small wares masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυτοπώλην — γρυτοπώλης seller of small wares masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυτάρης — γρυτάρης, ο (Μ) [γρύτη] ο γρυτοπώλης …   Dictionary of Greek

  • ρυποπώλης — ὁ, Α πωλητής ψιλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + πώλης*. Η λ. αντί τού γρυτοπώλης*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»