-
1 γρυτοδοκη
-
2 γρυτοδόκη
γρῡτο-δόκη, ἡ,A = γρυμέα1, AP6.254 (Myrin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρυτοδόκη
-
3 γρῡτοδόκη
-
4 γρυτοδόκην
γρυτοδόκηfem acc sg (attic epic ionic) -
5 κοιτίς
См. также в других словарях:
γρυτοδόκη — γρυτοδόκη, η (Α) η γρυμέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + δόκη < δέχομαι] … Dictionary of Greek
γρυτοδόκην — γρυτοδόκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)