-
1 γροφή
-
2 γροφῇ
См. также в других словарях:
γροφῇ — γροφῆι , γροφεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γροφή
2 γροφῇ
γροφῇ — γροφῆι , γροφεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)