Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γρηγορ-έω

См. также в других словарях:

  • αιρηλάτης — ο αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο με την αίρα (= σφύρα), σφυρηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα + ελάτης < ελαύνω νεοελλ. λόγια λ. που πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • αιρηλασία — η κατεργασία τού σιδήρου με την αίρα (= σφύρα), σφυρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιρηλάτης, νεοελλ. λόγια λ. που πλάστηκε από τον αξιωματικό Γρηγόρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • αιροκόπος — ο ο αιρηλάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα «σφυρί» + κόπος < κόπτω η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντσερή ως απόδοση τού γαλλ. martineur] …   Dictionary of Greek

  • ακτινοσφίγκτης — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη τών ακτίνων τών τροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σφίγκτης < σφίγγω η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου serre rais] …   Dictionary of Greek

  • βλαστολόγημα — το αποκοπή βλαστών φυτών ή δένδρων για ν αναπτυχθούν καλύτερα όσοι απομένουν, κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστολογώ. Η λ. στον πληθ., βλαστολογήματα, τα, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν τής Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγορ. Ζαλίκογλου] …   Dictionary of Greek

  • βορειοανατολικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ του βορρά και της ανατολής 2. εκείνος που είναι στραμμένος ή προέρχεται από σημείο μεταξύ βορρά και ανατολής («βορειοανατολική πλευρά», «βορειοανατολικός άνεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο… …   Dictionary of Greek

  • γυναικολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + λάτρης. Η λ. μαρτυρείται το 1809 από τον Γρηγόρ. Ζαλίκογλου στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσας] …   Dictionary of Greek

  • γυναικολατρία — η η λατρεία τής γυναίκας, η αφοσίωση στη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναικολάτρης. Η λ., στον μη ορθό τ. γυναικολατρεία, μαρτυρείται το 1809 από τον Γρηγόρ. Ζαλίκογλου στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσας] …   Dictionary of Greek

  • διπλοπρόσωπος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις 2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου] …   Dictionary of Greek

  • λατινιστής — ο 1. φιλόλογος ειδικευμένος στη μελέτη και έρευνα τής λατινικής γραμματείας 2. καθηγητής τών Λατινικών, τής λατινικής γλώσσας και φιλολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. latiniste < μσν. λατ. latinista < λατ. latinus …   Dictionary of Greek

  • τεμάχιο — το / τεμάχιον, ΝΜΑ [τέμαχος] τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῑστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν. δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῡ ἄρρενος», Πλάτ.). νεοελλ. 1. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»