-
1 γρηγορέω
A to be or become fully awake, watch, LXX Ne.7.3, Ev.Matt.24.43, al., Ach.Tat. 4.17; ; ἐπὶ τὰς πόλεις ib.Je.5.6:—[voice] Pass., ἐγρηγορήθη ἐπὶ τὰ ἀσεβήματά μου ib.La.1.14; opp. καθεύδω, of life opp. death, 1 Ep.Thess.5.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρηγορέω
-
2 γρηγόρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρηγόρησις
-
3 γρηγορία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρηγορία
-
4 γρηγορικός
A wakeful, watchful, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρηγορικός
-
5 γρήγορσις
A = γρηγόρησις, Ph.1.510.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρήγορσις
См. также в других словарях:
αιρηλάτης — ο αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο με την αίρα (= σφύρα), σφυρηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα + ελάτης < ελαύνω νεοελλ. λόγια λ. που πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
αιρηλασία — η κατεργασία τού σιδήρου με την αίρα (= σφύρα), σφυρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιρηλάτης, νεοελλ. λόγια λ. που πλάστηκε από τον αξιωματικό Γρηγόρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
αιροκόπος — ο ο αιρηλάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα «σφυρί» + κόπος < κόπτω η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντσερή ως απόδοση τού γαλλ. martineur] … Dictionary of Greek
ακτινοσφίγκτης — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη τών ακτίνων τών τροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σφίγκτης < σφίγγω η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου serre rais] … Dictionary of Greek
βλαστολόγημα — το αποκοπή βλαστών φυτών ή δένδρων για ν αναπτυχθούν καλύτερα όσοι απομένουν, κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστολογώ. Η λ. στον πληθ., βλαστολογήματα, τα, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν τής Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγορ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek
βορειοανατολικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ του βορρά και της ανατολής 2. εκείνος που είναι στραμμένος ή προέρχεται από σημείο μεταξύ βορρά και ανατολής («βορειοανατολική πλευρά», «βορειοανατολικός άνεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο… … Dictionary of Greek
γυναικολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + λάτρης. Η λ. μαρτυρείται το 1809 από τον Γρηγόρ. Ζαλίκογλου στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσας] … Dictionary of Greek
γυναικολατρία — η η λατρεία τής γυναίκας, η αφοσίωση στη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναικολάτρης. Η λ., στον μη ορθό τ. γυναικολατρεία, μαρτυρείται το 1809 από τον Γρηγόρ. Ζαλίκογλου στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσας] … Dictionary of Greek
διπλοπρόσωπος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις 2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek
λατινιστής — ο 1. φιλόλογος ειδικευμένος στη μελέτη και έρευνα τής λατινικής γραμματείας 2. καθηγητής τών Λατινικών, τής λατινικής γλώσσας και φιλολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. latiniste < μσν. λατ. latinista < λατ. latinus … Dictionary of Greek
τεμάχιο — το / τεμάχιον, ΝΜΑ [τέμαχος] τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῑστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν. δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῡ ἄρρενος», Πλάτ.). νεοελλ. 1. συνεκδ.… … Dictionary of Greek