-
1 γραώδης
γρᾱώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραώδης
-
2 γραώδης
γρᾱώδης, γραώδηςmasc /fem acc pl (attic epic doric)γρᾱώδης, γραώδηςmasc /fem nom /voc pl (doric aeolic)γρᾱώδης, γραώδηςmasc /fem nom sg -
3 γραωδέστερον
γρᾱωδέστερον, γραώδηςadverbial compγρᾱωδέστερον, γραώδηςmasc acc comp sgγρᾱωδέστερον, γραώδηςneut nom /voc /acc comp sg -
4 γραώδει
γρᾱώδει, γραώδηςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)γρᾱώδει, γραώδηςmasc /fem /neut dat sgγρᾱώδεϊ, γραώδηςdat sg (epic) -
5 γραώδη
γρᾱώδη, γραώδηςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)γρᾱώδη, γραώδηςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)γρᾱώδη, γραώδηςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 γραώδες
-
7 γραῶδες
-
8 γραώδεις
γρᾱώδεις, γραώδηςmasc /fem acc plγρᾱώδεις, γραώδηςmasc /fem nom /voc pl (attic epic) -
9 γραωδώς
-
10 γραωδῶς
-
11 γραωδέστερα
γρᾱωδέστερα, γραώδηςneut nom /voc /acc comp pl -
12 γραωδίων
γρᾱωδίων, γραώδηςmasc /fem /neut gen pl (doric) -
13 γραώδεσι
γρᾱώδεσι, γραώδηςmasc /fem /neut dat pl -
14 γραώδεσιν
γρᾱώδεσιν, γραώδηςmasc /fem /neut dat pl -
15 γραῦς
Grammatical information: f.Meaning: `old woman' (Il.); a sea-crab (Artem., H., s. Strömberg Fischnamen 95, thus also γραῖα [Epich.]); said of the scum of boiled milk (Ar.)Other forms: Gen. γρᾱός (Schwyzer 574)Derivatives: Also γραῖα (Od., also adj. `old') \< *γραῖϜα \< *γρᾱϜ-ιᾰ; coll. γραιβία η γραιτία (i. e. γραιϜία) πανήγυρις. Ταραντῖνοι H.; s. Scheller Oxytonierung 32. - And γρᾱΐς, - ίδος (Charito), Dor. γραῦις (Call.). - γραώδης `like old women' (Chrysipp.), from γραῖα: γραιολέας πονηρὰς η ὀλεθρίας γραίας H. (cf. the adj. in - όλης, but s. DELG; the translation ὀλεθρίας is folk etymology). - Denom. γραΐζω `remove the γραῦς of the milk' (Ar.); from γραῖα: γραιόομαι `get old', of wine (AP).Origin: IE [Indo-European] [390] **greh₂-i̯u- `old woman'Etymology: From the root * gerh₂- in γέρων, γέρας. Prob. \< *γρᾱ-ι̯υ- \<*greh₂-i̯u- with -ι̯υ- as in ὑύς `son' (pl. υἷες). - S. Berger Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 5f.. Cf. γέρων, γέρας, γῆρας. (Does not contain * h₂oiu, αἰών with Szemerényi.)Page in Frisk: 1,324Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γραῦς
См. также в других словарях:
γραώδης — γρᾱώδης , γραώδης masc/fem acc pl (attic epic doric) γρᾱώδης , γραώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γρᾱώδης , γραώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραώδης — ες (AM γραώδης, ες) [γραύς] αυτός που μοιάζει με γριά ή αρμόζει σε αυτήν … Dictionary of Greek
γραωδέστερον — γρᾱωδέστερον , γραώδης adverbial comp γρᾱωδέστερον , γραώδης masc acc comp sg γρᾱωδέστερον , γραώδης neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραώδει — γρᾱώδει , γραώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γρᾱώδει , γραώδης masc/fem/neut dat sg γρᾱώδεϊ , γραώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραώδη — γρᾱώδη , γραώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γρᾱώδη , γραώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γρᾱώδη , γραώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραῶδες — γρᾱῶδες , γραώδης masc/fem voc sg γρᾱῶδες , γραώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραώδεις — γρᾱώδεις , γραώδης masc/fem acc pl γρᾱώδεις , γραώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
ՊԱՌԱՒԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0601 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c ա. γραώδης anilis. Որ ինչ անկ է պառաւանց. *Մի՛ ինչ այնպիսի կրօնս պառաւականս, եւ առասպելս հրէականս ʼի մէջ բերիցեմք. Ոսկ. մ. ՟Բ. 11: *Պառաւական եւ պիղծ առասպելս յառաջ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
γραωδέστερα — γρᾱωδέστερα , γραώδης neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)