-
1 γραφειακός
η, ό[ν] канцелярский -
2 канцелярский
канцелярский γραφειακός \канцелярскийие принадлежности τα γρα φικά είδη* * *канцеля́рские принадле́жности — τα γραφικά είδη
См. также в других словарях:
γραφειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γραφείο 2. φρ. «γραφειακός εξοπλισμός» έπιπλα και είδη γραφείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραφείο(ν). Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στο περιοδικό σύγγραμμα Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek
γραφειακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το γραφείο: Προκηρύχθηκε μια γραφειακή θέση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… … Dictionary of Greek