-
1 γραπτή
-
2 γραπτῇ
-
3 γραπτή
γραπτόςpainted: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 γράπτη
γράπτηςwrinkled: masc voc sg -
5 письменный
επ.1. γραφτός, -πτός,έγγραφος•-ое донесение έγγραφη αναφορά•
-ая работа γραπτή εργασία•
-ая речь γραπτός λόγος•
-ое обещание γραπτή υπόσχεση•
-ое доказательство γραπτή απόδειξη•
-ые знаки γραπτά σημάδια (τα γράμματα).
2. της γραφής για γράψιμο•-ые принадлежности τα είδη (χρειώδη) γραφής•
письменный стол το γραφείο (τραπέζι)•
письменный набор η καλαμαριά, το καλαμάρι.
εκφρ.в -ом виде – εγγράφως, γραπτώς, γραφτά•письменный язык – ο γραπτός λόγος. -
6 πυκτίς
-
7 гарантия
η εγγύησ/ηнарушение - и αθέτηση/παραβίαση της - ηςс - ей на.. месяцев με - για. μήνεςдолгосрочная - μακράς διαρκείας, μακροπρόθεσμη -краткосрочная - μικρής διαρκείας, βραχυπρόθεσμη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантия
-
8 доказательство
1. (довод) η απόδειξη, το τεκμήριο 2. мат. ηαπόδειξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доказательство
-
9 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
10 заявление
1. (просьба ο чём-л., изложенная письменно в официальной форме) η αίτησ/ηбланк - я δελτίο/έντυπο - ης2. (объявление) η δήλωση- морского протеста η ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου και του πληρώματος (περί βλάβης του πλοίου ή του φορτίου), η έκθεση έκτακτου συμβάντος (του πλοιάρχου)по - ю стороны юр. σύμφωνα με την - της πλευράς3. см. заявка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявление
-
11 подтверждение
η επιβεβαίωση, η επικύρωση, η πιστοποίησηполучить - παίρνω/λαμβάνω την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подтверждение
-
12 послание
(письменное обращение) η (γραπτή) επιστολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > послание
-
13 приказ
η εντολή, η διαταγή, το πρόσταγμαполучать - παίρνω/έχω/λαμβάνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приказ
-
14 прокламация
1. (провозглашение, обнародование) η προκήρυξη, η διακήρυξη 2. (агитационный листок) η γραπτή/έντυπη προκήρυξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокламация
-
15 просьба
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просьба
-
16 протест
η διαμαρτυρία, η ένστασηкапитанский - η έκθεση του πλοιάρχου για τη βλάβη (του πλοίου ή του φορτίου)судовой - см. морской -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протест
-
17 разрешение
1. (официальный документ) η (έγγραφος) άδει/αсрок действия - я διορία/ισχύς - ας2.(способность различать объекты расположенные близко друг от друга) η διακριτική/διαχωριστική ικανότηταидеальное - άπειρος -., ιδανική -3. (задачи, проблемы и т.п.) η λύση, η επίλυση, ο διακανονισμός, η διευθέτηση 4. (позволение) η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешение
-
18 согласие
1. (положительный ответ на что-л.) η έγκριση, η θετική απάντηση, η συγκατάθεση, η συναίνεσηобщее - γενική -, ομόφωνη -2. (соглашение,взаимопонимание) η ομόνοια, η συμπό-νοια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласие
-
19 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение
-
20 спецификация
η προδιαγραφ/ή, η περιγραφή, τα χαρακτηριστικά, η ταξινόμηση, ο προσδιορισμός, ο καθορισμόςотгрузочная - η περιγραφή/ο προσδιορισμός των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спецификация
См. также в других словарях:
γραπτῇ — γραπτῆι , γραπτεύς masc dat sg (epic ionic) γραπτός painted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτή — γραπτός painted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράπτη — γράπτης wrinkled masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… … Dictionary of Greek