-
1 γραμμο-ειδής
γραμμο-ειδής, ές, linienartig, Arist. mund. 4.
-
2 γραμμοειδής
γραμμο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμοειδής
-
3 γραμμοειδής
См. также в других словарях:
καρφοειδής — καρφοειδής, ές (AM) αυτός που μοιάζει με ξερό κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. γραμμο ειδής, θυσανο ειδής] … Dictionary of Greek