-
1 γραμμοτοκος
-
2 γραμμοτόκος
γραμμοτόκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμοτόκος
-
3 γραμμοτόκω
-
4 γραμμοτόκῳ
См. также в других словарях:
γραμμοτόκῳ — γραμμοτόκος mother of lines masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)