-
1 γραμμα-τόκον
γραμμα-τόκον, μέλασμα Damochar. 2 (VI, 63), Buchstaben od. Linien erzeugend, machend, nach Lob. Phryn. 669 richtiger γραμμοτόκον
См. также в других словарях:
μέλασμα — το (Α μέλασμα) [μελαίνω] μαύρη χρωστική ουσία για βαφή τών τριχών αρχ. 1. μαύρο ή πελιδνό στίγμα ή σημείο, μελανή κηλίδα 2. στον πληθ. τὰ μελάσματα οι κηλίδες που παρατηρούνται στην επιφάνεια τής σελήνης 3. φρ. «μέλασμα γραμμοτόκον» η στερεά… … Dictionary of Greek