Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γραμμοτόκον

См. также в других словарях:

  • μέλασμα — το (Α μέλασμα) [μελαίνω] μαύρη χρωστική ουσία για βαφή τών τριχών αρχ. 1. μαύρο ή πελιδνό στίγμα ή σημείο, μελανή κηλίδα 2. στον πληθ. τὰ μελάσματα οι κηλίδες που παρατηρούνται στην επιφάνεια τής σελήνης 3. φρ. «μέλασμα γραμμοτόκον» η στερεά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»